Το τελευταίο ραντεβού
Σε περιμένω στο ίδιο μέρος που είχαμε δώσει το πρώτο μας ραντεβού. Που δίναμε κάθε ραντεβού. Έχω αγωνία όπως την πρώτη φορά. Όπως κάθε φορά. Όπως και τότε έχω φτάσει πρώτη.
Έχω σταθεί σε μια γωνιά και παρατηρώ τον κόσμο. Ένα νεαρό ζευγαράκι περνάει από δίπλα μου. Είναι τόσο απορροφημένος ο ένας με τον άλλο που με σκουντάνε άθελά τους ενώ φιλιούνται. Χαμογελώ. Δε με πειράζει. Τα αγαπώ αυτά τα άγουρα ζευγαράκια. Είναι ανάλαφρα, με ξαστεριά στον ουρανό τους και δροσιά στις αποσκευές τους. Κάποιοι περπατούν βιαστικά κοιτώντας το ρολόι τους. Μια κυρία μονολογεί γκρινιάζοντας για την κυβέρνηση, μια παρέα γελάει δυνατά και ένα παιδί πουλάει χαρτομάντιλα.
“Δεν άργησα” ακούω τη γνώριμη φωνή σου πίσω μου. Άργησες. Αλλά τι σημασία είχε; Άλλωστε δεν θα ξαναζούσα αυτήν την αναμονή. Ήταν το τελευταίο ραντεβού μας. Άργησες. Στο ραντεβού και στη ζωή μου.
Φιληθήκαμε σταυρωτά, πρόσφερες το μπράτσο σου για αγκαζέ και περπατήσαμε κατά μήκος του δρόμου. Είπαμε για τον καιρό, για την αφόρητη ζέστη, για τα οικονομικά μας που είναι χάλια, για την κατάσταση της χώρας ώσπου σιωπήσαμε.
“Ήρθα να κλείσω την ιστορία” σου είπα. “Οι άνθρωποι πολλές φορές σμίγουν και χάνονται κάπου στη διαδρομή. Ξεκινούν με υποσχέσεις και φιλιά, δυνατές αγκαλιές και λόγια μεγάλα και καταλήγουν να κοιτά λοξά ο ένας τον άλλον, να τον κατηγορούν και να μιλούν άσχημα μεταξύ τους. Ειδικά αυτός που μένει πίσω, επειδή είναι αυτός που πονάει περισσότερο, κακιώνει. Δηλητηριάζει και δηλητηριάζεται. Είμαι ο άνθρωπος που έμεινε πίσω. Τις φοβάμαι όμως τις πικρές κουβέντες, τρέμω τις λοξές ματιές, το δηλητήριο ξέρω ότι σκοτώνει. Θα πάρω από εμάς ό,τι καλό και θα το φυλάξω μέσα σε ένα τριανταφυλλί κουτί που έχω και φυλάω τις αναμνήσεις μου. Θα πάρω από εμάς ό,τι κακό και θα το πετάξω στον πιο βαθύ ωκεανό να χαθεί για πάντα και απόψε θα ακούσω για τελευταία φορά το τραγούδι μας. Με ένα τραγούδι πρέπει να αρχίζουν και να τελειώνουν όλα. Όμορφα, απλά και μελωδικά. Χωρίς μαχαίρια και πληγές. Με αγάπη στα βλέμματα και όχι με σμιγμένα χείλη. Ήρθα για να κλείσω την ιστορία μας. Μα να την κλείσω απαλά. Όπως κλείνει κάποιος την πόρτα σε ένα δωμάτιο που μέσα κοιμάται ένα παιδί”.
Χαμογέλασες αμήχανα, με φίλησες στο μέτωπο και προχωρήσαμε.
” Όντως αφόρητη αυτή η ζέστη ” είπες δυσανασχετώντας. Από ένα μικρό καφενεδάκι ακουγόταν το τραγούδι μας.
Εύα Κοτσίκου
Μπράβο Εύα! ❤ Γράφεις υπέροχα!