Κλαυσίγελος
Ειδυλλιακή η νύχτα απόψε.
Ξάστερη, νήνεμη, άβολη.
Η ημικρανία μου ταράζει τις σκέψεις.
Η ζαλάδα με παρεκτρέπει.
Ο δρόμος μου ατέλειωτος, μακρύς και σκοτεινός.
Μια χαρμολύπη επικρατεί.
Ακόμα και τα γαρύφαλλα της γλάστρας,
άλλοτε μοσχοβολούν ζωή
κι άλλοτε βρομάνε θάνατο.
Αγκυροβολώ σε μια θολή ανάμνηση,
ενός θαμπού χαμόγελου·
του δικού σου.
Οι αναστεναγμοί υφαίνουν την μορφή σου
και ξάφνου εμφανίζεσαι κοντά μου.
Μια νεφέλη,
μια αβέβαιη οφθαλμαπάτη.
Μα πως είναι δυνατόν;
Ίσως τρελάθηκα.
Ίσως όμως, ο έρωτας να είναι μια τρέλα.
Το σύννεφο που σου μοιάζει στέκεται ακίνητο.
Το φάντασμα με τα μάτια σου, δεν αναπνέει.
Κι εγώ η ζωντανή,
χάνω την ανάσα μου
και λύνω το κορμί μου.
Τα χέρια μου ακούν το κάλεσμά σου
και τρέχουν να σε κλείσουν μέσα τους.
Αυτά με οδηγούν κοντά σου.
Όταν σε φτάνω πέφτω στο κενό.
Καπνός είσαι, δε μπορώ να σε αγγίξω!
Ποιος αδαής κυνηγά νεφέλες;
Και ποιος ανόητος τις αγκαλιάζει;
Πέφτω στα γόνατα,
καθώς τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου,
σχηματίζοντας ρυάκια στα μάγουλά μου
κι αλμυρούς ωκεανούς στα χείλη μου.
Ένα γέλιο μου ξεφεύγει…
Και στέκομαι εκεί, γονατιστή,
μπροστά στην άδεια πολυθρόνα,
να γελοκλαίω.
Κλαίω, γιατί σε έχασα.
Γελώ, γιατί δεν ήσουν ποτέ δικός μου!
Φιλίνα Ιγνατιάδου