Μακριά… κι η αγάπη μένει!
Δε σε χόρτασα.
πάντα στα κλεφτά, στα γρήγορα, λαθραία σε γευόμουν.
Όπως το γλυκό από το βάζο, όταν ήμαστε μικροί.
Αυτό που δεν το φτάναμε παρά μόνο για λίγο, παρά μόνο με υποστηρίγματα και κρατώντας τσίλιες.
Δε σε χόρτασα.
Σαν συνιστώμενη μερίδα προγράμματος διατροφής.
Πάντα πεινασμένη σηκωνόμουν από το τραπέζι.
Δε με χόρτασες.
Κι ας ήξερες πάντα πού θα με βρεις.
Κι ας ήμουν για σένα πάντα αφράτη, ζεστή, λαχταριστή.
Αλμυρά τα φιλιά μας, ο ιδρώτας μας, η ένωση μας.
Κι αυτή η αλμύρα να γεννάει κι άλλη δίψα.
Κάθε φορά μεγαλύτερη.
Κάθε φορά πιο άσβεστη.
Δε σε έδιωξα.
Σ’ επανέφερε απλώς στη θέση καθήκοντος κείνο το αόρατο σφιχτό ελατήριο της ζωής σου.
Δε με έδιωξες.
Με πήρε μακριά το πλοίο που περισυλλέγει της αγάπης τους ναυαγούς.
Εκούσια δέθηκα σαν άλλος Οδυσσέας στο κατάρτι να μην ακούω των σειρήνων σου το κάλεσμα.
Έριξα στο πηγάδι της λήθης την εικόνα σου, τα λόγια, τις στιγμές, τον ήχο, τη γεύση σου.
Έριξα από πάνω πέτρες πολύχρωμες, φανταχτερές, μ’ αυτές να ξεγελιέμαι και να νικώ την επιθυμία να τις πετάξω πέρα για να σε ξαναβρώ.
Θυμώνω μαζί μου.
Που αντέχω τις σιωπές μας.
Που συνηθίζω την απουσία.
Που δεν καταρρέω όπως πρώτα.
Που δεν άφησα το λουλούδι μας στο φως ν’ ανθίσει.
Που προδίδω το μαζί μας, που φεύγω μακριά από το τώρα, που υποχωρώ μπροστά στο τσουνάμι της σύμβασης.
Που βλέπω τα εμπόδια και δεν προσπαθώ να τα προσπεράσω.
Που η τρέλα μας ήταν μιας χρήσεως.
Που τα όνειρα μας έμειναν ημιτελή σενάρια.
Κάνεις ακριβώς τα ίδια.
Και χειρότερα.
Αλλά με σένα δε θυμώνω.
Φιλτράρω όλο αυτό τον αχταρμά, σουρώνω τα νεύρα, τους παραλογισμούς, τους μάταιους στοχασμούς και κρατάω μόνο την αγάπη, ανόθευτη, ελεύθερη, παντοτινή.
Την φυλάω στο πίσω μέρος της καρδιάς.
Ντεπόζιτο να τροφοδοτεί στο εξής κάθε νέα εσοδεία.
Δε με πλήγωσες.
Δε σε πλήγωσα.
Απλώς, μακριά κι αγαπημένοι.
Μακριά…. κι η αγάπη μένει!!!!
Ανθή Γεώργα