Η προσμονή της λήθης
Απόψε η ανάμνηση
Φόρεσε την επίσημη ενδυμασία της,
Προσμένοντας
Τη λήθη
Να πλαστογραφήσει,
Κρυφά,
Στο μεγάλο βιβλίο του χρόνου.
Κάποιος της έταξε
Ένα ταξίδι
Στη χώρα της λησμονιάς.
Μα ‘γίναν οι υποσχέσεις
Αλησμόνητα εισιτήρια
Ενός απρογραμμάτιστου ταξιδιού.
‘Γίναν οι υποσχέσεις
Ουρλιαχτά
Μιας προδομένης μοίρας.
‘Μείναν οι υποσχέσεις
Ανεξίτηλες λέξεις
Σε σχισμένες σελίδες
Που, ακόμα,
Διστάζουν
Να σβήσουν το μελάνι τους.
Απόψε η ανάμνηση
Φόρεσε την επίσημη ενδυμασία της.
‘Κείνο το φόρεμα
Που κέντησε το δάκρυ
Τα βράδια εκείνα
Που το φεγγάρι σιωπούσε.
Άραγε,
Θα καταφέρει απόψε
Να προσελκύσει το βλέμμα
Του ξεχασιάρη χρόνου;
Άραγε,
Θα καταφέρει ν’ αποχωριστεί
Το άρωμά της;
Απόψε η ανάμνηση
Φόρεσε την επίσημη ενδυμασία της
Προσμένοντας τη λήθη.
Ποια φώτα
Θα κρατήσει αναμμένα
Η απουσία της;
Ποιο θόρυβο
Θα επιλέξει η φυγή της;
Απόψε αποχωρεί.
Μα ακόμα είναι παρούσα.
Είναι παρούσα
Στο τραγούδι της,
Στις φωνές των γραμμάτων,
Στους εφιάλτες
Των απρόσκλητων ονείρων
Είναι παρούσα
Στις νότες
Ενός μονότονου εμβατηρίου.
Απόψε αποχωρεί.
Μα ο ενοχλητικός θόρυβος
Απ’ τα φθαρμένα της τακούνια
Μαρτυρά
Το δισταγμό της.
Απόψε αποχωρεί.
Μα η μελωδία της
Θ’ αφήσει ελεύθερα τα χείλη
Να τραγουδήσουν
Το τραγούδι της.
Κι αν κάποτε
Λησμονήσουν τους στίχους του
Μη λυπηθείς
Για λόγια που ξεχάστηκαν.
Μη λυπηθείς
Για λόγια που γράφτηκαν
Κάτω απ’ το φως ενός κεριού
Που τρεμόπαιζε τη νύχτα.
Μη λυπηθείς.
Κι αν λησμονήσουν το τραγούδι της
Θα ‘ναι γιατί νοστάλγησες
Το δροσερό αεράκι
Ενός ανέμελου,
Καλοκαιρινού πρωινού.
Τη ζεστασιά
Μιας ηλιόλουστης μέρας.
Την οικεία μυρωδιά
Των λουλουδιών της άνοιξης.
Και το εμβατήριο
Θ’ αποτελεί έναν απόηχο
Κάποιας μοιραίας νύχτας.
Ελίνα Δερμιτζόγλου