Σκληρή η μοναξιά της αλήθειας
Νομίζω πως ξέχασα να χαμογελάω. Κλέφτες οι άνθρωποι θαρρώ και καρτερούν σαν αρπακτικά και μόλις σε δουν καλά σπεύδουν να σε κατασπαράξουν.
Δε ξέρω, μα προσπάθησα. Προσπάθησα πολύ.
Δικαιολογώντας άσχημες συμπεριφορές έχασα εμένα. Και αυτό ήττα είναι μη νομίζεις.
Τώρα πια το βλέμμα σκοτεινό και καχύποπτο. Να μη θέλω να ψάξω για τίποτα καλό. Βουλιάζω και εγώ στο βούρκο της ανταποδοτικότητας. Της άσχημης όμως. Σκέψεις για εκδίκηση γυρνάνε στο μυαλό μου, σενάρια καταστροφικά και μια αναμονή. Έγινα αρπακτικό και εγώ και περιμένω.
Κι όσο περιμένω, πληγώνω όσους δε φταίνε γιατί δύναμη δεν έχω να γονατίσω τους δικούς μου εκτελεστές.
Βλέπεις σε αυτούς μέσα υπάρχει ένα δικό μου κομμάτι, άσπιλο και αγνό. Τους το είχα δώσει και τους ευχήθηκα να το έχουν οδηγό στις δικές τους μαύρες μέρες. Και κοίτα τι έγινε. Έφυγαν και εγώ, δεν έχω κάτι όμορφο πια. Σκοτάδι, μίσος και κακία. Αν νιώθω καλά μη με ρωτάς.
Και μη ζητάς να σε κοιτάξω στα μάτια. Δεν πιστεύω πια πως το βλέμμα λέει την αλήθεια. Μου κατέρριψαν και αυτή τη θεωρία και δε θέλω να πιστεύω πια σε τίποτα.
Σκλήρυνε η καρδιά και νομίζω πως την πούλησα μισοτιμής στο διάολο. Ουρλιάζω τις νύχτες σαν αγρίμι και τις μέρες κρύβομαι σαν τέρας σε δωμάτια κλειστά. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως αν με δει ο ήλιος μιας αλήθειας και καλοσύνης θα καώ. Στάχτες θα γίνω.
Να με συμπαθάς, δεν ήμουν έτσι ούτε και ήθελα να γίνω. Το βίασα όμως τον εαυτό μου, μπας και ταιριάξω στις άλλες λογικές. Είναι σκληρό η μοναξιά της καλοσύνης. Πονάει. Και εγώ δε θέλω άλλο να πονάω, ούτε να αιμορραγώ, γιατί ξέρω πως ένα χέρι να σκουπίσει το αίμα δε θα υπάρξει. Μόνο όρνια που θα μυριστούν το αίμα και θα έρθουν να με αποτελειώσουν. Σκληρή η μοναξιά της αλήθειας. Πονάει και εγώ πια δε θέλω να πεθαίνω.
Να αρχίζω να σκοτώνω αποφάσισα.