Χριστούγεννα: πάμε σαν άλλοτε…. απλά, ταπεινά, αγαπημένα …κι ο κυρ Αλέκος με τον Κόντογλου να μας κοιτούν από ψηλά…!!!

Σε μια  ανάποδη εποχή που όλα τα μετράμε ανάποδα φτάνουμε σιγά σιγά και στα Χριστούγεννα.

Σα να βρισκόμαστε σε καθεστώς ομηρίας, όπως οι φυλακισμένοι ή οι στρατιώτες, που σβήνουν κάθε μέρα στον τοίχο, το χρόνο που περνάει μέχρι την ελευθερία τους, έτσι κι εμείς σε χρονολόγια και ψηφιακούς τοίχους, άλλοτε με προσμονή αληθινή, κι άλλοτε ευφυολογώντας ή κατά το μοντέρνως εκφερόμενο «τρολάροντας» μετράμε από τότε που τελειώνει ο παρατεταμένος Αύγουστος- βλέπε 32 Αυγούστου and so on- πόσες μέρες μένουν για τα Χριστούγεννα, που για κάποιο λόγο ταυτίζονται με τα μελομακάρονα.

Σα να μας έχουν σε καμία απεργία πείνας ή σε αναγκαστική δίαιτα και περιμένουμε τη γιορτή αυτή να φάμε ένα γλυκό, κομπορρημονώντας,και πάλι κάνοντας χρήση ενός κακώς εννοούμενου χιούμορ, για τη λαιμαργία μας και την κοιλιοδουλεία μας.

Τα μαγαζιά από πολύ νωρίς στολίζονται τα γιορτινά τους.

Οι πόλεις το ίδιο.

Αστραφτερά λαμπιόνα, εντυπωσιακά έλατα, χρώμα και λάμψη, εκδηλώσεις φωταγώγησης , διάσημοι καλλιτέχνες, δημοτικοί άρχοντες, λαός και Κολωνάκι, όλοι κινούνται στους τρελούς και φαντασμαγορικούς ρυθμούς των Χριστουγέννων.

Στις τηλεοράσεις και στα κοινωνικά δίκτυα οι άνθρωποι κάνουν οξεία κριτική στον τρόπο στολισμού της πρωτεύουσας, ενώ παρελαύνουν φωτογραφίες από άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

 Και ξαφνικά αναρωτιέμαι αν Χριστούγεννα σημαίνει να γίνεται η πόλη Λας Βέγκας.

Και ξαφνικά αναρωτιέμαι αν αυτή η γιορτή, που δεν τη γιορτάζει μόνο ο χριστιανικός κόσμος, δεν είναι παρά ένας αχταρμάς κατανάλωσης, ρεκλάμας, καμουφλαρισμένης ευμάρειας και καλοσκηνοθετημένης ευημερίας.

Και ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί τα Χριστούγεννα, γίνανε Christmas, και δήθεν χάριν συντομίας X-mas.

Γιατί δε μας νοιάζει ποιος γεννήθηκε στην τελική…

Αρκεί να βάλουμε ένα Χ- αυτό το από την άλγεβρα γνωστό άγνωστο- για να το καλύψουμε παγκοσμίως.

Αλήθεια, όμως, πόση μιζέρια και κενότητα προσπαθούμε να κρύψουμε πίσω από τους φαντασμαγορικούς στολισμούς;

Πόσο κρατάει αυτή η εφήμερη χαρά; Όσο και η λάμψη από τα λαμπιόνια.

Να μπορούσαμε τουλάχιστον να δούμε σαν όνειρο ή όραμα όσα έχουμε αληθινά ανάγκη;

Όπως έκανε στο γνωστό χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν το «κοριτσάκι με τα σπίρτα».

Να μπορούσαμε να δούμε ότι δεν έχουμε ανάγκη από πολλά φώτα…

Το άστρο ήταν ένα, φωτεινό και οδηγούσε στη σωστή κατεύθυνση.

Κι οι μάγοι με ταπεινότητα έφτασαν εκεί που ο Θεός απέδειξε την αγάπη του προς τον άνθρωπο, στέλνοντας τον υιό του, να γεννηθεί ταπεινά, απλά, σε μία φάτνη.

Ίσως τα λόγια αυτά, να μοιάζουν παράταιρα στη μοντέρνα εποχή μας.

Ίσως να τα καταλαβαίνουν μόνο «ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας», όπως έγραψε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναφερόμενος στο «Άνθος του Γυαλού» στο ομώνυμο χριστουγεννιάτικο διήγημα.

Αλήθεια, τι θα’ γραφε σήμερα ο Σκιαθίτης αν μας έβλεπε από κάπου ψηλά;

Όταν ήμουν παιδί δεν είχαμε διαδίκτυο, ηλεκτρονικά παιχνίδια και τόσες επιλογές σε εικόνες. Βέβαια, είχαμε πολυκαταστήματα, το ΜΙΝΙΟΝ και το ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟ και παιχνίδια ωραία, και λούνα παρκ και βόλτες στον εθνικό κήπο με τις πάπιες.

Για δώρα, όμως, παίρναμε συνέχεια βιβλία, κι έτσι διάβαζα κι εγώ, πόσο αληθινά όμορφα ήταν τα Χριστούγεννα τα χρόνια τα παλιά τα αυθεντικά.

Ο Φώτης Κόντογλου, στο πλέον αντιπροσωπευτικό χριστουγεννιάτικο διήγημα «Χριστούγεννα Παραμονή» δίνει με γλώσσα απλή όλους τους ήχους, τις μυρωδιές, τα βλέμματα, και τις αισθήσεις των Χριστουγέννων.

Να πώς ήταν μια παραμονή Χριστουγέννων σε κείνες τις πόλεις που οι πολίτες είχαν ονοματεπώνυμο και η αυθεντική χαρά μόνιμη θέση στα πρόσωπα του κόσμου.

«Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε.

Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι.

 Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.

Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα (ενν. του καφενείου) καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα».

Να πώς ήταν και μια νύχτα Χριστούγεννα παραμονή, πριν να μας επισκεφθεί εκείνο το ξενόφερτο το ρεβεγιόν.

«Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:

Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,

Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας….

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε  μὲ τοῦτα τὰ λόγια:

Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,

τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.

Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,

ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε».

Κι ύστερα ο Κόντογλου μιλάει για το χριστουγεννιάτικο εκκλησιασμό, την ομορφότερη λειτουργία…

«Κι όλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά».

Μιλά όμως ο συγγραφέας, και για άλλη ξεχασμένη σχέση… την αλληλεγγύη…

«Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς…».

Περιγραφές που ξεχειλίζουν αγάπη, μυρίζουν νοσταλγία θυμίζοντάς μας πως στα απλά βρίσκεται η χαρά και η ευτυχία. Στα «Χριστούγεννα του Τεμπέλη», άλλο χριστουγεννιάτικο διήγημα του συνήθους υπόπτου, του κυρ Αλέκου , το χριστουγεννιάτικο καλάθι , η «κοφίνα» που καλοβλέπει ο τεμπέλης της ιστορίας ο Παύλος έχει μέσα   «ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα».

Αυτές οι εικόνες συνιστούν τις όμορφες χριστουγεννιάτικες στιγμές εποχών αλλοτινών. Συνιστούν τις όμορφες αναμνήσεις για ανθρώπους που πάλευαν για το βιοπορισμό και κάνανε Χριστούγεννα μακρυά από τα σπίτια τους. Αυτές τις εικόνες θυμούνται και περιγράφουν στο «Θείο Όραμα», ένα από τα πολλά «Λόγια της Πλώρης» του Ανδρέα Καρκαβίτσα οι ναυτικοί, μία κρύα παραμονή Χριστουγέννων σ’ ένα καΐκι που έχει αράξει σε κάποιο απόμερο και ερημικό όρμο της Μαύρης Θάλασσας για να αποφύγει την κακοκαιρία.

Οι καιροί έχουν αλλάξει, κι οπωσδήποτε τα εδέσματα μας είναι πιο πλούσια κι ο τρόπος διασκέδασης διαφορετικός.

Ας μην ξεχνάμε,όμως, πως , ο άνθρωπος έχει ένα σκοπό στη ζωή, να βρει την αληθινή ευτυχία… Κι αν κάτι συμβολίζουν τα Χριστούγεννα, η γιορτή της αγάπης, είναι πως η χαρά, η νίκη και η αγάπη γεννιούνται στην απλότητα, την ταπεινότητα, την αυθεντικότητα.

Καλά Χριστούγεννα με αγάπη σε όλες και όλους!!!

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *