Καινούργια μου ζωή, καλώς μου ήρθες!
Είναι το πράσινο των ματιών σου που σμίγει με τις πρώτες αχτίδες φωτός δημιουργώντας αποχρώσεις κατάνυξης και αισιοδοξίας. Μια πρωτόγνωρη χρωματική πανδαισία, σε ένα ερημωμένο κατάλυμα αφώτιστο καιρό. Τόσο καιρό, όσο καιρό είχε να φωταγωγηθεί και ο κόσμος μου όλος. Γιατί μπορεί για εσένα το φως της ημέρας να είναι κάτι το αυτονόητο, εγώ όμως συνήθισα να ζω στο ημίφως και να παρακολουθώ τον έξω κόσμο από μακριά. Να οραματίζομαι τις νύχτες μια δική μου πραγματικότητα στην άκρη του ουρανού, και την αυγή, να ξημερώνομαι αγκαλιά με την απογοήτευση σε φόντο γκρίζο.
Είναι εκείνο σου το καλοσχηματισμένο χαμόγελο που προηγείται κι έπεται του δροσερού φιλιού σου και δίνει μια αίσθηση φρεσκάδας και ευφορίας στην εκκίνηση του πρωινού μου. Διανθίζει με προσδοκίες και προοπτικές κάθε μου ξύπνημα, και με εφοδιάζει με την απαραίτητη δύναμη για την υπόλοιπη ημέρα. Με τροφοδοτεί με επιμονή και πείσμα για το άγνωστο, και κάνει κάθε μικρή και μεγάλη αναποδιά στο διάβα μου να φαντάζει άλλη μια πρόκληση στην κοινή και περιπετειώδη πορεία που χαράξαμε.
Κι όσο για εκείνη τη ζωηρή φιγούρα σου που γεμάτη ενέργεια και ζωντάνια κινείται στον άλλοτε στοιχειωμένο τούτο χώρο· για την επιβλητική θωριά σου που σαν οπτασία καθρεφτίζεται και αναπαράγεται στα κουρασμένα μου μάτια, είναι η αποζημίωσή μου για τις οφθαλμαπάτες που κατά καιρούς με γέλασαν. Η λύτρωσή μου για τον καιρό που πέρασε μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες και οι δρόμοι μας να ανταμωθούν. Για όλους εκείνους τους αποχαιρετισμούς μας σε ένα σταθμό, σε μια πλατεία, πίσω από κάποιο θαμπωμένο παράθυρο· η κάθαρσή μου για κάθε αναποδιά, κάθε συντριβή και κάθε μου ναυάγιο μέχρι η ζωή να με ξεβράσει στα πόδια σου μπροστά.
Είναι η μυρωδιά του κορμιού σου, ο ήχος της φωνής σου, το διαπεραστικό σου άγγιγμα· είναι κάθε γνωστή και άγνωστη πτυχή σου που εξελίσσει κάθε μου μέρα σε μια ονειρεμένη απόδραση στα άδυτα της ψυχής σου και κάθε μου νύχτα σε μια μεθυστική εξόρμηση στα κρεμνά της άγριας ομορφιάς σου. Κρατώντας το χέρι σου, κάθε στιγμή νικά την προηγούμενη ομορφαίνοντας αυτόν τον αέναο καθημερινό κύκλο που καταλήγει και πάλι στην κατακλείδα της ημέρας: στο ακριβό σκοτάδι μας. Ένα σκοτάδι διαφορετικό από αυτό που μέχρι χθες μ’ αγκάλιαζε και μ’ έπνιγε. Μια σκοτεινιά παράταιρη από το λυκόφως της μοναχικότητας, της μοναξιάς και της μελαγχολίας. Στην αφεγγιά εκείνη, που κατακλύζει την κάμαρη καθώς τα κορμιά μας ενώνονται και εξαϋλώνονται σε ένα κοντσέρτο ερωτικό. Με νότες του τους αναστεναγμούς και συγχορδίες του τα αναφιλητά. Με διάρκεια του τη νύχτα όλη και μόνο του θέμα το “εμείς” και το “μαζί”.
Αυτή τη ζωή ονειρευόμουν μούσα μου. Γι’ αυτήν πάλευα πάντα. Καλώς μου ήρθες!
Χατζηκυριάκου Παντελής