Το φονικό
«Τι πρέπει να κάνω;» Ο Άγης επανέλαβε την ερώτηση, αυτή τη φορά λίγο πιο δυνατά, λες και έφταιγαν τα χαμηλά ντεσιμπέλ της φωνής του που εγώ δεν άνοιξα το στόμα μου να του δώσω μια απάντηση. Ήθελε σαν τρελός να μπει στην παρέα μας. Δεν ξέρω πώς στο καλό φαντάζαμε στα μάτια του. Μια αρμαθιά χαμένα κορμιά ήμασταν στην τελική που την είδαμε νταήδες. Ο Ευριπίδης, ο αρχηγός, ούτε που να ακούσει για τον Άγη. Ήταν πολύ «κότα», έλεγε. «Μόνο σε μπελάδες θα μπορούσε να μας βάλει. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν έκλεβε, σεβόταν τα κορίτσια και βοηθούσε τις γριές με τα ψώνια. Κλασικό καλόπαιδο».
«Τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις ρε Άγη;» τον ρώτησα πίσω, παιδεύοντας το μυαλό μου να βρει μια κάποια λύση.
«Τα πάντα», μου απάντησε. «Ό,τι μου ζητήσει ο αρχηγός». Είχα ήδη μιλήσει με τον Ευριπίδη τις προάλλες, μα ήταν ανένδοτος.
Πέρασα το βράδυ στύβοντας το μυαλό μου ξανά και ξανά σαν να ήταν κούπα από λεμόνι. Θα έβαζα εγώ μια δοκιμασία στον Άγη που με δεν υπήρχε περίπτωση να διεκπεραιώσει. Θα του έλεγα πως ήταν εντολή του αρχηγού. Ήταν μόνο ένα ψέμα, που θα μας έβγαζε όλους από τη δύσκολη θέση, αφού ο Άγης δεν επρόκειτο κατά τη γνώμη μου να διαπράξει μια κλοπή και μάλιστα εις βάρος μιας γριούλας.
Ο Άγης έμεινε να με ακούει χωρίς να μιλάει. Το βλέμμα του είχε χαθεί στο κενό. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Αντί αυτού, πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε τις γροθιές και έτριξε τα δόντια του. «Πάω», είπε. Τον είδα να μπαίνει αποφασισμένος στο σπίτι της κυρά-Λένης. Έκλεισε το παράθυρο πίσω του. Όταν βγήκε δεν ήταν πια ο ίδιος. Ήτανε μια σκιά. Τραγική και τρομαγμένη. Τον πλησίασα. Είδα ότι έτρεμε. Μου έχωσε στην τσέπη το πορτοφόλι της γριάς. Δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από τα μάτια του. Μέχρι το βράδυ, το χωριό είχε βουίξει για το άγριο φονικό.
Χώθηκα στην κάμαρά μου και δεν ήθελα να βγω ξανά και με τίποτα από εκεί. Ήταν μόνο ένα ψέμα. Δεν έκανε ο Άγης για μέλος της παρέας μας. Παρά ήταν καλός. Μια αρμαθιά χαμένα κορμιά ήμασταν στην τελική που την είδαμε νταήδες.
Ιωάννα Πιτσιλλή Myshortandtallstories