Με πάγο και με φωτιά. Έτσι πεθαίνουν οι νύμφες!
Της το είχε πει.
Έτσι πεθαίνουν οι νύμφες.
Με τη φωτιά το καλοκαίρι, την έραναν με πύρα.
Καύτρες και ολοκαύτωμα είχε στη μοίρα της γραμμένο.
Με τον πάγο τον χειμώνα, την κάλυψαν με ψύχος.
Χιονονιφάδες και παγετώνα είχε στο κάρμα της γραφτό.
Να καίει από πυρετό και να παγώνει από υποθερμία.
Να ψυχορραγεί μέσα σ’ ένα παραλήρημα, σε μια οδύνη και έναν θάνατο ύπουλο, σιωπηλό, αργό και βασανιστικό.
Να την παρατηρεί σαν θεατής αθέατος, ν’ αντέχει, να πολεμά, να υπομένει και να περιμένει υπερήφανα την ανατροπή.
Έξι μήνες είναι καλό παζάρι ανάσας, δε νομίζεις;
Μιας ανάσας κόφτης και μαγκωμένης αλλά μην έχεις και παράπονο, είναι πολύς ο καιρός, χαρισμένος σε εποχές αχαριστίας.
Έτσι, άφησε να ξαποστάσει λίγο το κορμί πριν το αφανίσει.
Δεν είχε κουράγιο μέσα στην ανημπόρια της να δει εκείνα τα χαιρέκακα μάτια με το σχιστό βλέμμα που αδημονούσε να έρθει η ώρα της δεύτερης κρούσης.
Μέσα στο χαμό της, δεν ξεχώρισε τη σφυριχτή φωνή από τον ψίθυρο.
Κι όμως.
Της είχε χαϊδέψει τα λιγοστά μαλλιά της, είχε αφουγκραστεί την αδύναμη ανάσα της και της το είπε δίχως ντροπή μέσα στην απροκάλυπτη διαστροφή του.
Της το είχε πει.
“Με πάγο και με φωτιά.
Έτσι πεθαίνουν οι νύμφες.”
Ζωή Παπατζίκου