Κάθε φορά που έρχεσαι και μετά φεύγεις πάντα μου λείπεις
Λείπεις.
Άλλη μια μέρα που λείπεις.
Να είναι η έβδομη; Να είναι η δέκατη; Να είναι μήνας; Δεν ξέρω.
Δεν έχω αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρω τίποτα. Δεν με νοιάζει τίποτα. Δεν ενημερώνομαι, πια, για τίποτα.
Ίσως είναι Δευτέρα. Ίσως Τετάρτη. Δεν ξέρω.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι λείπεις. Γενικά. Από την καθημερινότητά μου, από το περιβάλλον μου.
Λείπεις. Λείπει το χτύπημα εκείνο του τηλεφώνου όταν με καλούσες για να με καλημερίσεις.
Λείπει το βροντερό σου γέλιο από τα ακούσματά μου και τα χαζά αστεία σου που σνόμπαρα.
Λείπει η άυρα σου από τους τοίχους του σπιτιού μου.
Σαν, ξαφνικά, να μοιάζουν ψυχροί, άχρωμοι και αδιάφοροι.
Όταν ήσουν εδώ έμοιαζαν πίνακες ζωγραφισμένοι με παραδείσους.
Λείπεις. Λείπει το βλέμμα σου, καθώς το βύθιζες στο δικό μου, όταν αποζητούσες το ” και΄γω” μου προς απάντηση στο “σ΄αγαπώ ” σου.
Λείπει ο καφές σου απ΄το φλυτζάνι μου εκείνο το παλιό, εκείνο που ήταν το μόνο που είχε απομείνει από ένα άθλιο σετ που πάντα μισούσα.
Κι΄όμως εσένα εκείνο το φλυτζάνι σε βόλευε. Το έβρισκες ξεχωριστό.
Και μένα έτσι, ξεχωριστή με έβρισκες. Έτσι έλεγες. “Ξεχωριστή”.
Και με είχες ανάγκη σαν οξυγόνο για να αναπνέεις.
Και κάθε που ήμασταν χωριστά κάθε κύτταρό σου ούρλιαζε απελπισμένα “γύρνα”.
Και όταν διαιρούμασταν, πονούσε κάθε εκατοστό του σώματος σου. Έτσι έλεγες.
Και μετά άρχισες να λείπεις.
Ξαφινκά και απότομα.
Σχήμα οξύμωρο. Τη μία μέρα ρουφούσες αχόρταγα φιλιά από το στόμα μου σαν διψασμένος ταξιδιώτης στην έρημο και την άλλη σα να τα χόρτασες τα φιλιά. Σα να τα μπούχτησες.
Μα τα φιλιά όπως και το νερό δεν χορταίνονται.
Πάντα διψάει ο άνθρωπος για το φιλί και το νερό.
Λείπεις. Και δεν σκέφτηκες ότι όταν σπέρνεις έρωτα θερίζεις συναισθήματα. Και κανείς δεν σπέρνει καρπό για να τον πετάξει όταν θα τον θερίσει.
Λείπεις.
Και το χειρότερο είναι ότι θα γυρίσεις ένα πρωϊνό σαν κι΄αυτό και θα βυθίσεις πάλι το βλέμμα σου στο δικό μου, αποζητώντας το ” και΄γω ” μου στο ” σ΄αγαπώ ” σου και θα πιεις πάλι καφέ στο φλυτζάνι που μισώ και οι τοίχοι του σπιτιού μου θα ανθίσουν και θα βαφτούν με τα πιο όμορφα χρώματα. Και αφού κάνεις ένα τσιγάρο και σπάσει ο πάγος της στιγμής και αφού πεις ένα από τα χαζά αστεία σου αυτά που κάποτε σνόμπαρα και εγώ γελάσω δυνατά, θα βγάλεις από την τσέπη σου μια τσαλακωμένη “συγγνώμη” να μου δώσεις.
Μια “συγγνώμη” γραμμένη βιαστικά σ΄ένα λευκό χαρτάκι.
Και΄γω θα είμαι εκεί να πάρω το χαρτάκι, να το ισιώσω με τα χέρια μου και να το κρατήσω σαν κάτι ιερό.
Και θα φοβηθώ μήπως τα δυο δάκρυα που θα πέσουν απάνω του μου το χαλάσουν.
Μέχρι να πάω να τοποθετήσω το χαρτί σε θέση περίοπτη εσύ θα έχεις φύγει ξανά. Και πάλι θα λείπεις.
Και δεν θα έχω προλάβει να σου ζητήσω μια τελευταία αγκαλιά από εκείνες τις δυνατές που στήριζαν την ψυχή μου σα νάρθηκας για να μην πέσει κάτω και σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Και δεν θα έχω προλάβει να τολμήσω να χρησιμοποιήσω την κτητική αντωνυμία εκείνη που μέχρι τώρα φοβόμουν και να σου πω πόσο ΜΟΥ λείπεις.
Μου λείπεις.
Από την πρώτη στιγμή που ήρθες και μετά έφυγες, μου λείπεις.
Και από τότε κάθε φορά που έρχεσαι και μετά φεύγεις πάντα μου λείπεις…”
Εύα Κοτσίκου