Κοιτάζοντας το χάρτη, εκεί κάπου στο βόρειο και ανατολικό Αιγαίο, δεσπόζει ένα νησί.
Ένα νησί μ’ ένα σχήμα περίεργο, που μοιάζει να χωρίζεται στα δύο, ίσως και στα τέσσερα.
Πολλοί δεν ξέρουν καν πού βρίσκεται, άλλοι πάλι στο άκουσμα του ονόματός του σκέφτονται εξορίες, άγονες γραμμές, δυσμενείς μεταθέσεις.
Το πόσο λάθος έχουν το αποδεικνύουν οι εικόνες, μα πολύ περισσότεροι οι στιγμές.
Αυτές τις στιγμές δε θα τις άλλαζα ούτε με όλα τα πλούτη του κόσμου.
Είναι το νησί που δε θυμάμαι πότε και πώς γνωρίστηκα μαζί του, γιατί εκεί βρέθηκα, εκεί πλάστηκα από νήπιο, εκεί μου δώσανε το όνομά μου.
Είναι η Λήμνος.
Εκεί όλη η αθωότητα και η ξενοιασιά, η άπειρη χαρά, τα παιχνίδια χωρίς ντροπή της παιδικής μου ηλικίας.
Τούτα τα γραφούμενα δεν είναι προορισμένα για τουριστικό οδηγό.
Δε θα σου μιλήσω για τις αμμώδεις ακρογιαλιές, ούτε για την αρχαία και τη σύγχρονη ιστορία του τόπου.
Δε θα σου προτείνω ταβέρνες για να φας το πιο νόστιμο ψάρι, ούτε μέρη για να απολαύσεις το δροσιστικό σου κοκτέιλ κοιτάζοντας το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα με θέα το Άθως.
Δε θα σου υπενθυμίσω προτού φύγεις να πάρεις Μοσχάτο Αλεξανδρείας, μελίχλωρο και βενιζελικά, ούτε καν να επισκεφθείς τους υδροβιότοπους για να δεις φλαμίνγκος live.
Θα σου μιλήσω, όμως με χρώματα∙ κείνα που σα πινελιές παιδικής ζωγραφιάς ζωηρεύουν τις αυλές. Ο Όμηρος είχε ονομάσει τη Λήμνο «φιλτάτη γαιάων απασέων», δηλαδή την ομορφότερη απ’ όλες τις στεριές. Κι είναι η αρχιτεκτονική των σπιτιών τόσο διαφορετική από των άλλων νησιών, που ναι, κάνει τον τόπο αυτό τον ομορφότερο από τις στεριές, εγώ θα το λέγα τον πιο νοικοκυρεμένο. Αχ, αυτές οι αυλές με τα επιμελώς ασβεστωμένα ντουβαράκια που απολήγουν σε λεπτεπίλεπτα κιγκλιδώματα, ομοίως φρεσκοβαμμένα και ασορτί με τα «κανάτια» – παντζούρια στην καθομιλουμένη-, ακόμα και με τα τελάρα της σήτας. Αρχόντισσα της αυλής η κληματαριά, αυτή που σχεδόν ποτέ δεν προλαβαίνω να γευτώ τους καρπούς της το Σεπτέμβριο, αυτή που έχει φιλοξενήσει τεμπέλικα πρωινά, πολύβουα οικογενειακά γεύματα, απλωμένα «φλωμάρια» να λιάζονται, όπως επιβάλλει η σωστή προετοιμασία, οργιές δίχτυα που μάνταρε ο παππούς.
Θα σου μιλήσω με ήχους.
Με τους ήχους που παράγουν οι μηχανές των ψαροκάικων , καθώς πλησιάζουν την προκαθορισμένη τους ώρα στις αποβάθρες για ν’ αρχίσουν το «ξεψάρισμα».
Τους ήχους της καμπάνας τα απογεύματα του Αυγούστου, που καλούν για τις παρακλήσεις στην Παναγία τους «εκ περάτων Αποστόλους» όπως «συναθροισθούν ενθάδε».
Τους ήχους που φέρνει το μελτέμι του Αυγούστου, από τα παραλιακά μπαράκια, τις φωνές των κοριτσιών και των αγοριών που ανακατεμένες με τις μουσικές μαρτυρούν την ένταση της απελευθερωμένης ενέργειας της ήβης τους.
Θα σου πω για τις γνώριμες φωνές που απευθύνουν κάθε λίγο και λιγάκι ακόμα πιο γνώριμες προσφωνήσεις σε τόνο μακρόσυρτο «μαρήηηηηη» και με τα φωνήεντα των καταλήξεων εξαφανισμένα. Γιατί τίποτα δεν είναι ανώνυμο εκεί, όλα με κάποιο τρόπο συνδέονται.
Θα σου μιλήσω με γεύσεις.
Κι είναι η αγνότητα της προέλευσης, η προσωπική φροντίδα στη σπορά και την καλλιέργεια, η ευχαρίστηση στην επιτυχία της ψαριάς που κάνουν και τα πιο απλά εδέσματα πεντανόστιμα.
Θα σου μιλήσω με μνήμες, κείνες τις μνήμες της προσφυγιάς που οι Κουταλιανοί, οι Αϊδημητριάτες (άλλως Ρεϊζντεριανοί) κρατούν ζωντανές, άλλοτε με τις συνταγές τους, άλλοτε με τις λέξεις τους, άλλοτε με τους χορούς τους, άλλοτε απλώς με διηγήσεις που παραλλάσσουν τις θύμησες από στόμα σε στόμα, είτε εμπλουτίζοντας είτε άθελα ξεθωριάζοντας τες.
Θα σου μιλήσω με νοσταλγία, σκεπτόμενη από τώρα τα δάκρυα που δεν μπορώ να συγκρατήσω κάθε τέλη Αυγούστου, μόλις μπω στο πλοίο, καθώς ξεμακραίνω και λιμάνι και Κάστρο φαντάζουν θολά∙ καθώς μετρώ τι βρήκα, τι άφησα, καθώς κάνω απολογισμό, καθώς ετοιμάζομαι για την «επαναληπτική» του Σεπτέμβρη εξεταστική, κι ας μην είμαι πια φοιτήτρια. Είναι η περίοδος που διορθώβω τα λάθη και καλύπτ
ω τα κενά.
Αποχαιρετισμό ό,τι λένε, το έχω νιώσει. Τ’ απομεινάρια ενός εξιδανιξευμένου χθες, το ακαθόριστο κάτι που με κρατά δεμένη, η φωνή της λατρεμένης μου κανονικότητας που με καλεί να φύγω, τα νεύματα και τα βλέμματα με την ελπίδα της αντάμωσης, η μυρωδιά των αγαπημένων που μένει ζωντανή και τους κρατά κι εκείνους παρόντες στο παρόν μου.
Γι’ αυτές τις μυρωδιές, γι’ αυτούς τους ήχους, γι’ αυτά τα βλέμματα, νησί μου, θα γυρνώ πάντα στην αγκαλιά σου…
Ανθή Γεώργα
About Ανθή Γεώργα
Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.
View all posts by Ανθή Γεώργα | 88 posts
[…] πηγη: http://metaximas.org […]