Οδός Ταντάλου, αριθμός 16
Εδώ κάποτε ήταν το σπίτι μου.
Ένα παλιό ισόγειο με αυλή.
Έζησα εδώ από τα 13 μέχρι τα 27 που έφυγα για να ανοίξω το δικό μου σπιτικό.
Η μαμά πάντα εκεί όμως, να φυλάει Θερμοπύλες, να με περιμένει όταν ήθελα να χωθώ στην αγκαλιά της όταν ήμουν στεναχωρημένη, να μου έχει ένα ζεστό πιάτο φαΐ όταν μετά τη δουλειά ξεχνιόμουν και αντί να πάρω τον δρόμο για το δικό μου σπίτι πλέον επέστρεφα πίσω σε εκείνη, να μου ανοίγει την πόρτα πριν ακόμα φτάσω στη γωνία οταν θα πήγαινα για να πιούμε καφέ.
Μέχρι που έφυγε και η μαμά από την οδό Ταντάλου και από τότε σαν μια τρελή όποτε περνάω από εκεί πάω έξω από την κλειστή πόρτα, άλλοτε κλαίω γιατί μου λείπουν εκείνα τα χρόνια, άλλοτε γελάω γιατί θυμάμαι τις στιγμές μας, άλλοτε αναστενάζω αναπολώντας.
Η πόρτα όμως πάντα ανελέητη, κλειστή. Δεν συγκινείται με τίποτα, δεν πονάει όπως εγώ. Τι κι’αν έχω γράψει ένα σωρό κείμενα για αυτό το σπίτι; Ακλόνητη, αμετακίνητη, άκαμπτη, δεν ανοίγει ποτέ να με καλοδεχτεί.
Μια μέρα θέλω να χτυπήσω την πόρτα δυνατά, να μου ανοίξουν αυτοί που μένουν μέσα, να τους ρωτήσω αν έχουν ιδέα τι έχω περάσει εγώ εκεί μέσα, αν αγαπάνε το ίδιο με μένα το σπίτι αυτό, αν νιώθουν την αύρα μας που έχει προσκολληθεί στους τοίχους, αν είναι όσο ευτυχισμένη ήμουν και εγώ όταν ζούσα εκεί.
Κάθε φορά η ίδια σκέψη, κάθε φορά φτάνω στο πλατύσκαλο, κάθε φορά απλώνω τη γροθιά μου αποφασιστικά αλλά ποτέ δεν το κάνω.
Κατεβάζω το κεφάλι, κατεβάζω το βλέμμα, κατεβάζω και την γροθιά και φεύγω σιωπηλή.
Ύστερα πάω στο τωρινό μου σπίτι και άλλοτε γελάω, άλλοτε κλαίω.
Ανοίγω άλμπουμς, κοιτάω φωτογραφίες και για λίγο μεταφέρομαι στο σαλόνι το μικρό, το πλημμυρισμένο από βιβλία, αγάπη, γέλια και χαρές.
Μετά κοιμάμαι με τα ξαδέρφια μου στρωματσάδα και γελάμε μέχρι το ξημέρωμα.
Ύστερα αγκαλιάζω τη μαμά μου και φεύγω για το σχολείο.
” Γεια μαμά, τα λέμε μετά !”
Μετά, ξαφνικα, είμαι μεγάλη…
” Γεια μαμά ,θα αργήσω να γυρίσω”
Και μετά:
“Γεια μαμά. Δεν θέλω να φύγω ρε μαμά ! Δεν μου αρέσει που μεγαλώνω. Πονάει που μεγαλώνω ρε μαμά”.
Και εκείνη ανοίγει διάπλατη αγκαλιά χωρίς να μιλάει με λόγια.
Κλείνω τα άλμπουμς.
Από μέσα μια γλυκιά φωνή ακούγεται:
“Μαμά, θα έρθεις επιτέλους να παίξουμε;”
Εύα Κοτσίκου