Ήταν μια φορά στη Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκη. Βαδίζω στην παραλία με τα χέρια στις τσέπες και το μπουφάν μου κουμπωμένο. Είναι απόγευμα, ωραία μέρα. Ωστόσο ο χειμώνας κρατάει ακόμα. Βαδίζω και σκέφτομαι. Εδώ ένιωσα τα πρώτα μου σκιρτήματα, πλάι στη θάλασσα, στο Λευκό Πύργο από κάτω.
Να το παγκάκι που με πρωτοφίλησε. Και το περίπτερο που πήρε τσιγάρα και τα κρεμαστά μας σταυρουδάκια για να φοράμε τα ίδια. Καθίσαμε στο γρασίδι και ξάπλωσε στα πόδια μου θυμάμαι. Χάιδευα τα μαλλιά του, σγουρά, κατάμαυρα. Τα δάχτυλά μου μπλέκονταν στα “δαχτυλίδια” τους. Τα άγγιζα απαλά, μην τον πονέσω. Είχα σκύψει από πάνω του κι αυτός με τα μάτια κλειστά έμοιαζε να ταξιδεύει.
Κάποια στιγμή τα άνοιξε και με κοίταξε. Ανασηκώθηκε ακουμπώντας στους αγκώνες του. Τα χείλη μας συναντήθηκαν την ώρα που ο ήλιος φλογισμένος από τη δύση του άγγιζε τη θάλασσα, βάφοντάς την κόκκινη, σομόν, μενεξελί. Έκλεισα τα μάτια ζώντας το παραμύθι μου.
Ήθελα να σταματήσει ο χρόνος. Να μείνουμε εκεί, εκείνος κι εγώ, για πάντα. Τα χείλη μας απομακρύνθηκαν για λίγο. Μείναμε να κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι, ανίκανοι ν’ αρθρώσουμε λέξη. Τα πρόσωπά μας είχαν γίνει κι αυτά κόκκινα, σομόν, μενεξελί. Τόσα χρόνια κι όμως τόσο ζωντανή ανάμνηση.
Σαν τώρα, που ο ήλιος είναι έτοιμος να βυθιστεί στο υγρό του βασίλειο, βάζοντας φωτιά στα λιγοστά σύννεφα γύρω του. Στέκομαι ακίνητη. Εκεί, στο ίδιο σημείο που τότε τον κρατούσα στην αγκαλιά μου. Βυθίζω τα χέρια μου πιο βαθιά στις τσέπες. Όχι γιατί κρυώνω, μα για να μην τα μπήξω στο σώμα μου, να ξεσκίσω την ανάμνησή του.
Γυρίζω την πλάτη μου στην εικόνα, που στέκει ανεξίτηλη ακόμη στο χρόνο, και φεύγω. “Δεν θα ξανάρθω, δεν πρέπει”, λέω στον εαυτό μου, χωρίς να είμαι σίγουρη αν θα το τηρήσω.
Λίνα Κατσίκα