Η νεράιδα που έπεσε από το παραμύθι της
Την πρώτη φορά που σε είδα από το παράθυρο του σπιτιού μου κάπνιζες σκυμμένη στο μπαλκόνι σου. Τόσο αδύναμη, τόσο ισχνή σαν νεράιδα που ξέπεσε από κάποιο παραμύθι, με δύο μαύρες τρύπες για μάτια και κοκκαλιάρικα, αδύναμα δάχτυλα. Σιώπησα.
Τη δεύτερη φορά που σε είδα από το παράθυρό μου ήσουν αγκαλιά με τον άντρα σου. Άντρας σου θα ήταν θαρρώ. Σε έσφιγγε πάνω του τόσο δυνατά…Θα σε αγαπούσε πολύ σκέφτηκα. Τόσο δυνατά που παραλίγο να σου κόψει την ανάσα έτσι που τύλιξε τα χέρια του στον λαιμό σου. Χαμήλωσα τα μάτια.
Την τρίτη φορά που σε είδα από το παράθυρό μου, σαν θλιμμένη μαριονέτα που κάποιος παίζει με τα σκοινιά σου, το μισό σου σώμα αιωρούταν έξω από το μπαλκόνι σου και το άλλο μισό αδημονούσε να βρεθεί στο κενό. Κάπως έτσι θα τελείωναν τα βάσανά του και δεν θα πονούσε πια. Ούρλιαξα. Φώναξα τόσο δυνατά τρομάζοντας όλες τις προηγούμενες σιωπές μου. Ξύπνησες σαν από λήθαργο.
Σε λίγη ώρα είχα στην αγκαλιά μου ένα λυπημένο αερικό. Ορκίστηκα ότι δεν θα σιωπήσω ποτέ ξανά. Όπως και έγινε.
Τώρα είσαι η πανέμορφη νεράιδα του παραμυθιού που σου αξίζει.