Η Τσικνοπέφτη του Χαράλαμπου Χατζηστραβοδημητρακογιαννακόπουλου


Γειά χαραντάν τσίφτισες και μόρται. Καταρχάς να κάμνουμε τη γνωριμιά να φανώ και σεβαστικός απέναντι στην αφεντγιά σας ασούμε. Ονομάζομαι Χαράλαμπος Χατζηστραβοδημητρακογιαννακόπουλος του Απόστολου και της Ζαχαρούλας το γένος Παπαραμπακανθοπούλου. Στις μπίζνε όμως που μπήκα παλικαρόπουλο, οι συνάδελφοι με κσέρουν ως Μπάμπης ο Μουστάκιας ή Παράς ή Ασούμε. Στην δικιά μας την πιάτσα όσα ονόματα κουβαλάς στη ράχη, τόσο πιο πετυχημένα μοντάρεις τη μπίζνα ασούμε. Ετώνε δεν σας λέω πόσο είμαι. Ξέτε πως πάνε αυτά. Δεν ρωτάς για να μη σε ρωτήκσουν, να γλετώνουμε και τις μανούρες ασούμε. Σπάμε τώρα στο παρασύνθημα.

Καθότης το επάγγελμα σκάρτεπσε και γιόμισε ο τόπος ρουφγιάνοι , νάσου ο Μπάμπης ο έμορφος, ο Μπάμπης το λεβεντόπαιδο να μετρά από τα κάγκελα στο Ανάπλι τις κούρσες να περνάνε απόξω ασούμε. Με τα πολλά, με τα λίγα και με το τίποτα το άδικο το σύστημα και η σάπια η γκαβή η δικαιοσύνη έρικσε στη μπουζού τον Μπαμπίνο. Το λεπόν και για να μην σπρεχάρουμε αδίκως , ξηγήθηκε μόρτικα η αφεντγιά μου και πήρα αδειούλα μπάνικη να πισκεφτώ την Αθήνα ασούμε.

Δευτέρα μαζεύω πράματα και βουρ να κυκλοφορήσω στην πιάτσα που τον λαχτάρησε τον κούκλο, τον καραμπουζουκλή τον Μπάμπη. Κάθομαι νογάω ότι τούτηνη την βδομάς είναι Τσικνοπέφτη. Όπα της λέω Τσικνοπέφτη και ο Μπάμπης ατάγιστος και άνευ κυράς δεν κάνει ασούμε. Κρίμας και μας βλέπει και ο Μεγαλοδύναμος. Μια και δυο παίρνω το Τζενάκι τηλέφωνο. Λαφίνα η ρουφγιάνα, παλιά ιστορία, βρήκε μπάρμπα στο Κολωνάκι, του κάνε τα κόλπα τα ζόρικα, τα σταυρωτά και κόντρα παξιμαδάτα , πάγει ο μπάρμπας καλιά του ασούμε και μένει το Τζενάκι με διαμέρισμα στη Τσακάλωφ να τηράει το Ντα Κάπο ασούμε.

Μανίτσα μου που να σε κυκλοφορήσω της κάνω, άστο πάνω μου πασά μου λέει λιγωμένα. Τρίβω χέρια μου και λέω, α ρε κουφάλα Μπάμπη θα περάσεις μπέικα ασούμε. Φτάνει Τσικνοπέφτη, βάζω σκαρπινάκι, καλτσούλα λεφκή βγαλμένη από πλυντήριο, παντελόνι μεσάτο τσάκιση κομπλέ, ιλουστρασιό πουκάμισο και σακακιά καθότης δεν είμεθα του κιλού, παρφουμάρομαι και βάνω ζελεδιά σε μαλλί και πομάδα σε μύστακα να στρώσει. Αγκαζάρω το Τζενάκι και κάμνω πάταγο στα δρόμια και στα μαγαζιά.

Έφταξε η ώρα της παραγκελιάς , αρχινάει το Τζενάκι να σπρεχάρει κάτι περίεργα, λέω από μέσα μου, σους εσύ Μπαμπίνο, έτσι φτιάκνουν τις μάσες στα Κολωνάκια ασούμε. Έρχονται δυο πιατάκια της σούπας τόσο δας , τι είναι αυτά ζαρκάδα μου της λέω. Καπνιστή τοματόσουπα με κινόα μου λέει και βέγκαν πατατόσουπα με κουνουπίδι. Άρχισε το κεφάλι μου να βγάζει καπνούς. Τι βέγκαν και Ρενό Μεγκάν ρε Τζενάκι, που ναι το τζατζικάκι και η κοπανιστή μαρή ασούμε.

Κωλοκαθγιέμαι , με ζώνανε τα φίδια. Άιντε να ρθουνε μανούλα μου γλυκιά, μανούλα μου μελένια τα σουβλάκια να διούμε χαΐρι. Με τα πολλά, με τα λίγα και με το τίποτα έρχονται τα σουβλάκια. Ω ρε Θεέ μου τσίφτη , δεν το βλιέπεις το άδικο, μόνο τον Μπάμπη στην πσειρού ήκσερε η δικαιοσύνης ασούμε. Τι είναι αυτά μαρή της λέω. Σουβλάκια Μπάμπη μου. Τι σουβλάκια μην σε αφαλοκόπσω, που ναι το κρέας βρε ρουφγιάνα ; Σουβλάκι με τόφου και ανανά και σουβλάκι με μελιτζάνα και ταχίνι παρήγγειλα πασάκο μου.

Για τη μελιτζάνα και τον ανανά κυκλοφορείς τον ιλουστρασιό τον Μπάμπη της κάνω και έχω πάρει το χρώμα από το μελιτζανί σουβλάκι. Ξες Μπάμπη μου εγώ το κοψα το κρεας. Πότε μαρή της λέω που δεν σε χόρταινα παΐδια. Την μαζώχνω, φεύγουμε και την απαρατάω σπίτι. Πάω στο Νώντα τον μάστορα, τον ψήστη και του κάνω Τσάκω ρε μάστορα ένα κιλό παΐδια και μια παγωμένη να σβήκει η λάχταρα που μου δωκε η ρουφγιάνα. Το λεπόν, πολλά είπαμε για σήμερις και η άδεια τέλεψε. Σας κουνώ μαντήλι και θα σας ξανατρακάρω στην επόμενη άδεια. Ο φίλος σας ο Μπάμπης.

Και για την αντιγραφή

Λουκάς Αναγνωστόπουλος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *