Η Νέκυια και η γάτα του Σρέντιγκερ

Χαίρετε. Στην παγκόσμια λογοτεχνία ελάχιστοι ήρωες μπορούν να σταθούν ως διαχρονικές οντότητες στις οποίες αντικατοπτρίζονται οι αρετές και τα πάθη των ανθρώπων. Κατά τη γνώμη μου ένας ήρωας ο οποίος αποτελεί μια τέτοια οντότητα είναι ο ομηρικός Οδυσσέας. Στον χαρακτήρα του συγκεντρώνονται χαρίσματα και μειονεκτήματα της ανθρώπινης φυλής από την εποχή των σπηλαίων ως και την εποχή που θα πάρουμε τα μπογαλάκια μας και θα μετοικήσουμε σε άλλους πλανήτες, μιας και τον δικό μας τον υπέροχο πλανήτη φροντίζουμε μέρα με τη μέρα να τον καθιστούμε αβίωτο.

Διαβάζοντας την Οδύσσεια, κάθε ραψωδία αποτελεί πολύτιμο οδηγό για τη ζήση και την συμπεριφορά μας. Κάθε πράξη, παράλειψη και επιθυμία έχει το δικό της τίμημα το οποίο καλείσαι να καταβάλεις για να ζήσεις το νόστιμον ήμαρ, την ημέρα της επιστροφής στη δική σου Ιθάκη. Από όλες τις ραψωδίες, σε μια ανατρέχω αρκετά συχνά. Είναι η ραψωδία Λ, η επανομαζόμενη Νέκυια. Είναι το συγκλονιστικό κεφάλαιο όπου ο Οδυσσέας καθ’ υπόδειξιν της μάγισσας Κίρκης κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο για να λάβει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία σχετικά με τον τρόπο επιστροφής του στην Ιθάκη.

Στον κάτω κόσμο συναντά μια σειρά από πνεύματα. Μεταξύ αυτών και του Αχιλλέα. Ακολουθεί ο συγκλονιστικός διάλογος Αχιλλέα-Οδυσσέα στον οποίο συμπυκνώνονται οι δυο θεμελιώδεις ανθρώπινες αντιλήψεις για τη ζωή και τον θάνατο.  Στα παινέματα του Οδυσσέα σχετικά με την φήμη του Αχιλλέα τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο , ο Αχιλλέας απαντά πικραμένος:    

«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.

βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,

 ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,

ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.»

Πολύ απλά λέει ο Αχιλλέας στον  Οδυσσέα «Να βράσω και τη δόξα και το αθάνατο όνομα μου αφού δεν ζω. Θα προτιμούσα σκλάβος να είμαι σε άσημο αφέντη και ας έπαιρνα μια ανάσα ακόμη.» Η λαχτάρα για ζωή σε ευθεία αντιπαράθεση με την υστεροφημία. Δυο καταστάσεις υπάρχουν. Ζωή-Θάνατος. Δυο είπα; Σαν να ακούω νιαούρισμα που αμφισβητεί τα γραφόμενα μου.

Είναι η γάτα του Σρέντιγκερ που ζει και ταυτόχρονα δεν ζει στο γνωστό πείραμα. Στο νιαούρισμα της φανερώνεται και η τρίτη εκδοχή. Το σφιχταγκάλιασμα ζωης και θανάτου. Γεννιέσαι και φέρνεις από την πρώτη σου ανάσα τον θάνατο. Πεθαίνεις και ταυτόχρονα συνεχίζεις να ζεις όσο η ύπαρξη σου έρχεται στο νου και στην καρδιά των ανθρώπων. Οι αληθινοί Αχιλλέας και Οδυσσέας πέθαναν ο ένας στην παραλία της Τροίας και ο άλλος στο νησάκι της Ιθάκης. Όμως δώδεκα χιλιάδες χρόνια μετά είναι πιο ζωντανοί από όταν πολεμούσαν πλάϊ πλάϊ. Νατες πάλι οι ρουφιάνες οι αντιφάσεις που πλέκουν το υφαντό της ζήσης μας.

Την χειμωνιάτικη αυτή βραδιά, σε μια σπηλιά στη Μηλίνα του Πηλίου δυνατές φωνές και γέλια ακούγονται. Γύρω από την φωτιά, ο κένταυρος Χείρων, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος πίνοντας ανέρωτο κρασί συζητούν για τη ζωή και τον θάνατο, την ειρήνη και τον πόλεμο, τον έρωτα και την φιλία. Συζητούν για τον άνθρωπο και θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο θα υπάρχει άνθρωπος και οι ιστορίες τους θα περνάνε από γενιά σε γενιά. Κοντά στην φωτιά μια γάτα απολαμβάνει τα χάδια τους και νιαουρίζει ευτυχισμένη.

Τα σέβη μου.

Λουκάς Αναγνωστόπουλος

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *