Η Ανάσταση που περίμενες, αυτή της ψυχής σου
Ποτέ δεν πέρασε από την σκέψη μου να σε παραλληλίσω με τα Άγια Πάθη. Ούτε που αναρωτήθηκα ποτέ ποιος σηκώνει μεγαλύτερο Σταυρό.
Οι άνθρωποι πάντα σηκώνουν όσα μπορούν να αντέξουν, έλεγε η μάνα μου. Για αυτό, συνέχιζε, μην κοιτάς τις πλάτες των άλλων και μην παραπονιέσαι για τα βάρη σου. Τόσα πρέπει να έχεις!
Σε σκέφτομαι συχνά καθισμένο στην άκρη της ζωής να μετράς τις Εβδομάδες των Παθών της ζωής σου. Μόνο που δεν τις άντεχες και παραπονιόσουν. Ήθελες να περνούν γρήγορα για να νιώθεις το «τέλος εποχής» και να συνεχίζεις.
Δεν σε άγγιξε ποτέ η Ανάσταση.
Τι να αναστήσεις άλλωστε, το ψέμα και την υποκρισία σου;
Αυτά τα θεωρούσες δεδομένα και τα χρησιμοποιούσες κατά πως θα ‘πρεπε κάθε φορά για να επιβιώσεις.
Μεγάλη Δευτέρα και οι εκκλησίες πλημύριζαν κόσμο και ελπίδα.
Εσένα σε έβρισκε να τελειώνεις βιαστικά την επίπονη δουλειά σου και να παρακαλάς τον χρόνο να τρέξει. Μια μέρα μωρέ είναι θα περάσει, έλεγες.
Νηστεία της ψυχής σου λεγαν οι γύρω σου, μα εσύ προσπαθούσες να κρυφτείς νηστεύοντας κατά πως προστάζει η θρησκεία μας.
Σε άφηνε αδιάφορο εκείνη η γυναίκα που εκλιπαρούσε για μια σου λέξη αυτές τις ημέρες.
«Όχου μπελά που βάλαμε στο κεφάλι μας», σκεφτόσουν.
Αυτή σε άλλη χώρα και εγώ εδώ.
Η ελπίδα όμως ταξιδεύει και αυτό ποτέ δεν το κατάλαβες.
Μεγάλη Τρίτη
«ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη»
Το τροπάριο της Κασσιανής!
Καμία αλλαγή στο πρόγραμμα σου, να τελειώνει η μέρα να ξεκουραστείς, να σταματήσει αυτή η ανταλλαγή ευχών γι α Καλό Πάσχα, να τελειώνουμε βρε αδελφέ.
Τι και αν μυαλό σου είχε γεμίσει από την μορφή της. Δεν κρυβόταν αυτή αλλά εκείνη απ’ αυτά που σε πνίγουν.
Η πόλη σου γέμισε επισκέπτες, Μεγάλη Τετάρτη ήρθε.
Ήρθαν και εκείνοι να γιορτάσουν στην φύση.
Εσένα λίγο που σε ενοχλεί η διάχυτη αγάπη, λίγο η διάχυτη κατάνυξη, λίγο που σε ενοχλεί ο καιρός, λίγο που σε ενοχλεί ο εαυτός σου..
Λίγο που δεν επέστρεψες αυτές τις κλήσεις και σου άρεσε να τις βλέπεις ζωγραφισμένες στον κινητό σου, λίγο που θυμήθηκες την μάνα σου..
Την ημέρα εκείνη συνηθίζουν να πηγαίνουν λουλούδια στους ανθρώπους που έχουν φύγει οριστικά. Οι Πασχαλιές και τα κρίνα οργιάζουν από την υπέρτατη χαρά της προσμονής και ο αέρας έχει γεμίσει ασφυκτικά από το άρωμα τους.
Μεγάλη Πέμπτη ήρθε!
Πήρες και εσύ ένα μπουκέτο Πασχαλιές και πήγες στον τάφο της μάνας σου.
Κανείς δεν κατάλαβε πως δεν ήταν μόνο το έθιμο. Τις τύψεις σου ήθελες να πνίξεις και ακόμα και έτσι , Εκείνη, μπορούσε να σε ακούσει χωρίς να σε κρίνει.
Εκείνη την ημέρα ο ουρανός λες και έχει κάνει συμφωνία, κλαίει.
Μεγάλη Παρασκευή και εσύ δεν ξέρεις που να αποθέσεις την ψυχή σου. Γιατί χθες είπες και ξέσπασες. Παραδέχτηκες και ανακουφίστηκες. Αποφάσισες. Αλλά φοβάσαι.
Κλαίς και εσύ μαζί με τον ουρανό, γιατί ξέρεις πως το βράδυ μαζί με τον Επιτάφιο, θα περιφέρεται και η ψυχή σου που δεν θα βρίσκει παρηγοριά.
Σε πήρε ο ύπνος αποκαμωμένο σε μια γωνιά του κρεβατιού.
Σαν σε όνειρο άκουσες τις πρώτες καμπάνες.
Αυτές που πάντα σημαίνουν το τέλος του θανάτου.
Και εσύ αποφάσισες σήμερα πως είσαι πολύ νέος για να μην ζήσεις. Και ξαφνικά ο αέρας που μυρίζει πασχαλιές δεν σε ενοχλεί, ούτε η άνθρωποι που κατακλύζουν τους δρόμους περιμένοντας. Ούτε η χαρά στα πρόσωπα τους.
Γιατί σήμερα, γιορτάζεις και εσύ!
Αποφάσισες να Αναστήσεις την ψυχή σου. Να μην αρνηθείς την Αγάπη.
Πέταξες δύο ρούχα σε μια βαλίτσα και έτρεξες να μάθεις τι ώρα είναι η επόμενη πτήση.
Δεν πειράζει που θα φτάσεις κάτι λεπτά πριν το Χριστός Ανέστη.
Το μόνο που σκέφτεσαι είναι τα μάτια της την ώρα που θα σταθείς μπροστά της!
Άλλη μια κλήση στο κινητό σου που μένει αναπάντητη.
Μα αυτή την φορά, θα ναι για καλό, θα ναι η τελευταία.
Γυρνάς τον βλέμμα στον ουρανό!
Χρόνια πολλά μάνα, ψιθυρίζεις.
Γιορτάζεις πρώτη φορά την δική σου Ανάσταση, αυτήν της ψυχής σου.
Μαρία Βουζουνεράκη