Ποιος είπαμε πως γελάει τελευταίος;

Χρόνια έβλεπε στον ύπνο της την ίδια θάλασσα. Φουρτουνιασμένη, με κύματα να την σκεπάζουν και εκείνη να προσπαθεί να ξεφύγει από αυτά για να βγει στην ακτή. Άλλες φορές πάλι, έβλεπε πως βουτούσε με τα ρούχα σε αυτήν και πριν προλάβει να την πνίξει, έφτανε στην ακτή.

Ίδιο όνειρο, ίδια θάλασσα.

Ξυπνούσε τρομαγμένη μες την νύχτα προσπαθώντας να καταλάβει.

Πάντα από ένστικτο ήξερε πως κάτι θέλει να της πει το όνειρο εκείνο. Δεν θυμόταν ποτέ τα όνειρα της! Όμως θυμόταν πάντα εκείνα τα «σημαδιακά», αυτά που πάντα κάτι σημαίνουν.

Είχε κληρονομήσει βλέπεις ένα περίεργο κουσουράκι, να μπορεί να διαισθάνεται.

Δεν ήταν που τρόμαζε στην ιδέα μια αλήθειας, μα που φοβόταν το ίδιο της το ένστικτο.

Ποτέ κανείς δεν κατάλαβε γιατί ενώ η θάλασσα την γαλήνευε, δεν της έδινε την ίδια χαρά όπως στους άλλους και προσπαθούσε με συνοπτικές διαδικασίες να ολοκληρώνει ένα καλοκαιρινό μπάνιο. Άσε που έπρεπε να εξηγήσει γιατί δεν ήθελε ποτέ το κεφάλι της μέσα στο νερό. Φοβόταν. Φοβόταν ότι ποτέ δεν θα ξυπνήσει όπως στο όνειρο.

Έτσι, είχε βρει μια δικαιολογία αρκετά πειστική για όλους.

Τα χρόνια πέρασαν και το όνειρο σταμάτησε να έρχεται στον ύπνο της.

Μεγάλωσε και το ξέχασε.

Μετά ένα σωρό γεγονότα, που θα μπορούσαν να συνδεθούν με αυτό την έκαναν να πιστέψει πως η διαίσθηση της δεν ήταν λάθος για άλλη μια φορά, αλλά έζησε ότι  τρομερό προοριζόταν για εκείνη.

Μα ποιος γελάει τελευταίος τελικά;

Δεν ήταν το αναθεματισμένο όνειρο που ξανάρθε, ούτε ο βαρύς χειμώνας εκείνης της εποχής. Χωνόταν μέσα στα σκεπάσματα κάθε που ξύπναγε μούσκεμα στον ιδρώτα και προσπαθούσε να καταλάβει. Στράφηκε σε εκείνα τα βιβλία που εξηγούν τα «σημάδια»  σε ένα όνειρο.

Που έφτασα, σκεφτόταν, μα ήξερε.

Ένας ήρεμος και συνεχόμενος ύπνος φάνταζε κάτι ανεκπλήρωτο.

Ύστερα ήρθαν τα σημάδια στο σώμα.

Αρνήθηκε να τα αποδεχθεί. Ούτε οι απαντήσεις του διαδικτύου την κάλυπταν , ούτε η επεξήγηση ενός ονείρου.

Δεν θα ξαναβάλω το πόδι μου στο νερό, σκεφτόταν.  Σιγά μην δεχθώ πως ότι με γαληνεύει  όταν το βλέπω, μπορεί να μου κάνει κακό.

Έπεσε με τα μούτρα στην καθημερινότητα, με απίστευτη υπομονή και πείσμα έκανα όλα όσα οι άλλοι προσπαθούσαν να αποφύγουν. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε. Όλοι είπαν πως είναι ψυχωτική και τακτική στον μέγιστο βαθμό.

Όσο μεγαλώνεις, ο φόβος παίρνει άλλη μορφή και έννοια στο μυαλό σου. Δεν νοιάζεσαι τόσο για σένα, όσο για τους ανθρώπους σου και  τρέμεις τις απώλειες.

Γίνεσαι πιεστικός, υπερπροστατευτικός  με τους γύρω σου. Νομίζοντας πως έτσι θα τους προφυλάξεις από τα χειρότερα.

Αναθεματισμένο κουσουράκι!

Δεν το ήθελε, δεν ήθελε να διαισθάνεται, να περιμένει, να φοβάται.

Τα σημάδια της ψυχής μεταφέρονται στο σώμα και εκείνο αντιδρά της έλεγαν οι φίλοι της. Το ήξερε. Όπως ήξερε πως εκείνη είχε τόσα πολλά σημάδια στην ψυχή που έφταναν και περίσσευαν για να καλύψουν το σώμα της.

Κάποια στιγμή έλεγε, θα τα ξεφορτωθώ όλα. Θα τα εμπιστευτώ εκεί που εγώ πιστεύω πως θα τα σεβαστούν.

Άλλωστε ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει σε αυτή την ζωή και εγώ έχω μετανιώσει για πολλά, σκεφτόταν.

Και συνέχιζε…

Ανώδυνος τρόπος να απαλλαγείς από ενοχές και τύψεις.

Ανώδυνος τρόπος να συγχωρέσεις όσους σε πόνεσαν και κρύφτηκαν πίσω από το δικό τους ανακάτεμα ψυχής.

Ποτέ δεν κατάλαβε πως σε κάθε τι γραπτό της, μετέφερε την  λέξη «φόβος».

Μέχρι που της το ‘παν κατάμουτρα.

Συνέχιζε να ονειρεύεται την θάλασσα. Αρρώστια ήταν η εξήγηση των γραφών και εκείνη πάντα φοβόταν για τους άλλους.

Συνέχιζε!

Η θάλασσα σκεφτόταν, μπορεί να σημαίνει και εκείνο το ταξίδι που ονειρευόταν να κάνει.

Αφού πολλές φορές  έβλεπε στον ύπνο της πως προσπαθούσε να «φτάσει» εκείνους που δεν είχε στον ξύπνιο της.

Ποιος είπαμε πως γελάει τελευταίος;

Η ζωή γελάει, για την ακρίβεια ξεκαρδίζεται στα γέλια σαν μωρό πάνω στα σχέδια εκείνων που απλά την περίμεναν για να τα κάνουν πράξη!

Γυαλιά, παπούτσια και βουρ για την θάλασσα.

Να της πει τα παράπονα της, να ξεπλύνει τις τύψεις της, να την λιθοβολήσει με τις πιο μεγάλες πέτρες που θα βρει στο διάβα της, να ξεσπάσει!

Αναθεματισμένο κουσουράκι…

Μια φορά η διαίσθηση να βγει λάθος, μια μοναδική φορά!

Σταμάτησε να φοβάται και άρχισε να προσεύχεται.

Πάντα όλα γίνονται για κάποιο λόγο και αν πρέπει να παλέψει,  θα το κάνει.

Η μάχη των δυνατών, δεν γίνεται ποτέ με το σώμα.

Εκείνοι που έχουν μάθει να παλεύουν, έχουν ένα και μόνο όπλο, το μυαλό.

Όσο αυτό λειτουργεί, υπάρχει ελπίδα.

Από εκείνο το βράδυ, σταμάτησαν να τη τρομάζουν τα όνειρα. Άρχισε να τα βλέπει σαν ευλογία.

Όμως δεν σταμάτησε ποτέ να τρομάζει στην ιδέα ενός «σταματημένου» μυαλού, γιατί ήξετε καλά πλέον πως αυτό «γονατίζει» το σώμα.

Ένα τεράστιο στοίχημα πλανάται από τότε γύρω της.

Εγώ θα είμαι αυτή που θα γελάσει τελευταία!   Το νερό δεν είναι ικανό να πνίξει εμένα, μόνο όσες σκέψεις μου σταθούν εμπόδιο.

Ποιος είπε πως οι άνθρωποι τρομάζουν με τα κύματα;

Εκπαιδεύονται για να περνούν ανάμεσά τους!

Μαρία Βουζουνεράκη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

About Μαρία Βουζουνεράκη

Αγαπάω τους ανθρώπους, όσο και τις λέξεις μου.
Τα μουτζουρωμένα και τσαλακωμένα χαρτιά, μοιάζουν με μια συννεφιασμένη ημέρα που περιμένει τον ήλιο να κάνει πρεμιέρα.
Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να ονειρεύεται και να ελπίζει.
Κάθε τι που ανασαίνει, είναι η δική μου έμπνευση.
Και είναι τόσο όμορφοι οι άνθρωποι, όταν γίνονται λέξεις στα μουτζουρωμένα σου χαρτιά!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει