Αδέσποτο, αβάπτιστο και τώρα πια νεκρό γυρεύεις απαντήσεις: “Γιατί με πέταξες μαμά;”

Θα’ θελα πρώτα να σας παρουσιαστώ όπως απαιτούν οι κανόνες της ευγένειας που δε με δίδαξε κανείς κι ούτε θα προλάβω να μάθω ποτέ.

Θα’ θελα και να σας συστηθώ, αλλά δεν είχα ποτέ όνομα ούτε επίθετο κι αυτό φαίνεται μου κόστισε τη ζωή μου.

Οκτώ με δέκα ώρες κράτησε μόνο, έτσι είπαν οι ιατροδικαστές.

Δεν είχα, είπαν, κακώσεις παρόλο που με πέταξαν από το μπαλκόνι μέσα σε μια σακούλα από αυτές που τώρα τις αγοράζουν 4 λεπτά .

Πέθανα από έλλειψη φροντίδας, έλλειψη τροφής και κατ’ επέκταση έλλειψη αγάπης.

Κανείς δεν έμαθε τίποτα, κανείς δεν άκουσε, ψάξανε, ρώτησαν και τελικά σε βρήκανε μαμά, να είσαι σπίτι σου, ξαπλωμένη σε ένα καναπέ.

Πώς μπορείς μαμά; Πώς μπόρεσες;

Γιατί με έκρυβες σα να’ μουν μίασμα μαμά;

Γιατί μου έδωσες παράταση ζωής και μόλις με έφερες στη ζωή με πέταξες;

Μου άφησες, είπαν, μαζί και το λώρο, να μη με συνδέει τίποτα μαζί σου μαμά.

Δε σκέφτηκες ότι θα πεθάνω μαμά;

Δε σκέφτηκες πως με είχες στο σώμα σου εννιά μήνες;

Να τρέφομαι από το αίμα σου και να αναπνέω από σένα;

Δε σκέφτηκες ότι υπάρχουν γύρω σου τόσες γυναίκες που δεν μπορούν να γίνουν μαμάδες και γυρνάνε σε νοσοκομεία και άλλα κέντρα γενετικής και πλακώνονται σε ορμόνες και κάνουν αιτήσεις σε ιδρύματα και δεν μπορούν να έχουν στα χέρια τους αυτό το θείο δώρο που εσένα απλόχερα σου χάρισε η ζωή;

Σε τίμησε προσφέροντάς σου την ίδια τη ζωή.

Κι εσύ τι έκανες μαμά; Δε σκέφτηκες πόσο πόνεσες όταν ξεπετάχτηκα από μέσα σου; Δεν άξιζα αυτό τον πόνο μαμά;

Γιατί ήσουν τόσο δειλή μαμά;

Γιατί φοβήθηκες τη δική σου τη μαμά, την κοινωνία;

Και τι κατάφερες μαμά; Δεν ήθελες να το μάθει η μαμά σου και το’ μαθε όλος ο κόσμος.

Και τώρα ψάχνεις τρόπους να ξεφύγεις από την κατακραυγή και σενάρια να φτιάξεις υπερασπιστική γραμμή.

Υπεράσπισε τον εαυτό σου, αφού εμένα δε με υπερασπίστηκες.

Είναι 2018 μαμά, δεν είσαι ηρωίδα ασπρόμαυρης cult ταινίας. Τουλάχιστον αυτές τυλίγανε το βρέφος σε μία πάνα, πλησίαζαν μια πόρτα , χτυπούσαν με το ρόπτρο και φεύγανε. Και τότε κάποιος βρισκόταν και γι’ αυτά τα έρμα κι αδέσποτα.

Με περιφέρουν σε νεκροτομεία και υπηρεσίες μαμά.

Αδέσποτο, στ’ αζήτητα.

Αβάπτιστο, χωρίς όνομα, χωρίς ουρανό, χωρίς θεό.

Δε θα προλάβω να πάω ποτέ σχολείο, ούτε και θα μάθω να διαβάζω, πως στο μεσαίωνα θεωρούσαν μέγιστη αμαρτία να πεθάνεις αβάπτιστος και αμεταλάβητος.

Λέγανε πως θα καιγόσουν αιωνίως στην κόλαση.

Τι αμαρτίες κουβαλάει ένα βρέφος λίγων ωρών και πρέπει να καίγεται στην κόλαση μαμά;

Τι είπες μαμά; Δεν έχουμε μεσαίωνα;

Μήπως δε με γύρισες πίσω στο μεσαίωνα μαμά;

Αντίο μαμά, σε λίγο κάπου θα με θάψουν και κάτι άλλο θα γίνει και δε θα μιλάνε πια για μένα στις ειδήσεις και όλοι θα με ξεχάσουν.

Αυτός ο κόσμος δεν ήταν για μένα μαμά.

Καληνύχτα Ελλάδα!

ΥΓ : Αυτή η κραυγή δεν ανήκει στη γράφουσα, ούτε είναι επίδειξη ευαισθησίας, λυρισμού και λογοτεχνικής δεινότητας. Αυτή η κραυγή ανήκει σε όλα τα αθώα πλάσματα και απευθύνεται σε όλη την κοινωνία και την πολιτεία. Ένα συμβάν της επικαιρότητας που με συγκλόνισε τόσο.

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

4 σκέψεις για “Αδέσποτο, αβάπτιστο και τώρα πια νεκρό γυρεύεις απαντήσεις: “Γιατί με πέταξες μαμά;””