Η ειμαρμένη

Κοίταξα το ρολόι μου ανυπόμονα. Δε μου άρεσε καθόλου να με στήνουν.

Κάθισα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου και κοίταξα στο δρόμο, σταυρώνοντας τα χέρια μου. Ήταν πολυσύχναστος, από αυτούς που οποιαδήποτε ώρα της ημέρας θα μπορούσες να βρεις αρκετό κόσμο να κυκλοφορεί. Τα πρωινά το μποτιλιάρισμα ήταν συχνό και τα βράδια μπορεί μεν να ήταν πιο ήσυχα αλλά και πάλι, θα έβλεπες οχήματα να κυκλοφορούν επιστρέφοντας από διασκέδαση ή κάποια άλλη ασχολία. 
 
Τα περισσότερά μου ραντεβού λάμβαναν χώρα σε τέτοια πολυσύχναστα μέρη. Τα προτιμούσα γενικά ή τα προτιμούσαν οι άλλοι. Εμένα δε μου έκανε ιδιαίτερη διαφορά γιατί πάντα φρόντιζα να είμαι στην ώρα μου. Η ώρα κι ο χρονισμός ήταν δύο αναπόσπαστα κομμάτια της καθημερινότητάς μου, πόσο μάλλον της δουλειάς μου. Ήταν τέτοιες ώρες που περίμενα που μου άρεσε να παρατηρώ όσα συνέβαιναν γύρω μου. 
 
Είχα την καρέκλα μου γυρισμένη προς το δρόμο, θέλοντας έτσι να μου δημιουργήσω μία ψευδαίσθηση ότι βρισκόμουν σε κάποιο χαριτωμένο μπιστρό στο Παρίσι και χάζευα τους περαστικούς. Μου άρεσε το Παρίσι, ήταν απίστευτα χαοτική πόλη, ωστόσο είχε αυτό το ρομαντισμό που ομολογουμένως για μένα ήταν μία μικρή αδυναμία. Αν ρωτούσες όλους όσους με ξέρουν αν η φύση μου είναι ρομαντική, μάλλον θα γελούσαν μέχρι δακρύων. Και με ξέρουν πολλοί.
 
Έστρωσα λίγο το ύφασμα του σακακιού μου κι έσφιξα τη γραβάτα μου. Ίσως είχα ντυθεί λίγο επίσημα, ήταν ένα ραντεβού σαν όλα τα άλλα. Όμως κάπως είχα την αίσθηση ότι αν ντυνόμουν καλύτερα, μπορεί κάτι λίγο να άλλαζε στη ρουτίνα μου. Ήμουν πολύ σένιος. Σκούρα τα χρώματα που φορούσα αλλά σένιος, αψεγάδιαστος. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήμουν συχνά αγέλαστος, η πλειοψηφία όλων όσων είχα συναντήσει ποτέ έλεγαν ότι δε με περίμεναν τόσο καλοντυμένο. 
 

Ένιωσα μία στάλα βροχής στη μύτη μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε απότομα συννεφιάσει. Αναστέναξα.Έπρεπε να γίνει κάτι σύντομα πριν μας πιάσει η μπόρα. Ο αέρας είχε ήδη ξεκινήσει να αποκτά αυτή τη μυρωδιά της υγρασίας, που γινόταν όλο και πιο έντονη όσο η βροχή δυνάμωνε. Κοιτάζοντας ξανά, αυτή τη φορά στα πεζοδρόμια, έβλεπα ήδη τις πρώτες ομπρέλες να ανοίγουν, συνθέτοντας ένα πολύχρωμο τοπίο που έσπαγε τη μονοτονία του γκρίζου γύρω μου. Χαμογέλασα. Τόσες εικόνες, τόσο λίγος χρόνος να τις παρατηρήσεις.

Πόσο αστεία πλάσματα είναι οι άνθρωποι. Περνούν την κάθε τους μέρα βουτηγμένοι στη ρουτίνα τους, στις ασχολίες τους. Δεν σταματούν λεπτό να κοιτάξουν γύρω τους να καταλάβουν τι ομορφιά υπάρχει στα πάντα. Ακόμα χειρότερα, δε σταματούν για ένα λεπτό να απολαύσουν την ομορφιά που έχουν γύρω τους. Λες και η ζωή είναι ατελείωτη. Λες και είναι δεδομένο το κάθε λεπτό που περνούν πάνω στη γη. Λες και κάποιος θα τους δωρίσει παραπάνω χρόνο ζωής για να καθίσουν να απολαύσουν τα τοπία, τα χρώματα, τις θάλασσες και τα βουνά. Σαν να ξεχνούν ότι υπάρχει αυτό που λέμε η ειμαρμένη. Προδιαγεγραμμένη μέρα από τη στιγμή που γεννήθηκαν, που τους έφερνε πιο κοντά στο τέρμα.

Ξανακοίταξα το ρολόι μου. Ήταν σχεδόν ώρα.

Στρέφοντας το βλέμμα στο δρόμο, είδα έναν έφηβο να στέκεται στην άκρη, περιμένοντας το φανάρι να ανάψει πράσινο για να διασχίσει τον πολυσύχναστο δρόμο. Κοίταξε νευρικά την ώρα στο κινητό του, φαινόταν να βιάζεται. Πιθανότατα είχε κάποια να συναντήσει αν έκρινα από την νευρικότητά του. Η ζωή ήταν φτιαγμένη για αυτές τις στιγμές. Αυτές τις μικρές στιγμές της γλυκιάς αναμονής, που οι άνθρωποι ερχόντουσαν περισσότερο σε επαφή με το νόημα της ζωής από ποτέ. Ήταν εκείνες τις στιγμές που πραγματικά ζούσαν.

Αναστέναξα ξανά καθώς με κατέκλυζε μία αίσθηση ματαιότητας. Μόλις ο λεπτοδείκτης έδειξε ακριβώς, σήκωσα το βλέμμα και κοίταξα αριστερά μου, στο βάθος του δρόμου. 

Και τότε, σαν ένα καλοδουλεμένο παζλ, συγχρονίστηκαν όλα. Το φανάρι άναψε πράσινο, ο έφηβος έκανε τα δυο πρώτα βήματά του στο οδόστρωμα, η βροχή δυνάμωσε, το φως λιγόστεψε κι ένα δυνατό μπουμπουνητό τράβηξε την προσοχή όλων. Μα κυρίως, τράβηξε την προσοχή του οδηγού ενός μαύρου αυτοκινήτου που εμφανίστηκε με μεγάλη ταχύτητα από το πουθενά, χωρίς να πατάει φρένο, κατευθυνόμενο προς το νεαρό.  

Τα χέρια μου ασυναίσθητα έσφιξαν την άκρη του καθίσματός μου. Αυτή η στιγμή πάντα μου προκαλούσε έναν κόμπο στο στομάχι τόσο, που κρατούσα την ανάσα μου. Ήταν η στιγμή που οι άνθρωποι κατανοούσαν στιγμιαία πόσο σημαντικό είναι το θαύμα της ζωής. Πόσο απλόχερα τους δόθηκε και πόσο εύκολα μπορούσαν να το απωλέσουν σε μία μόνο στιγμή. Η στιγμή που ετοιμαζόταν να κοπεί το νήμα.

Σηκώθηκα ώστε να κατευθυνθώ προς την άκρη του δρόμου, σίγουρος για τη συνέχεια. Στα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, πάγωσα στη θέα αυτού που αντίκρισα. Και δεν ήταν σύνηθες για μένα αυτό.

Κλάσματα του δευτερολέπτου πριν το αυτοκίνητο τον χτυπήσει, ο νεαρός έκανε πίσω, σαν ένα αόρατο χέρι να τον τράβηξε πίσω και να του είπε, κάτσε φίλε, δεν έιναι η ώρα σου ακόμα. Το αυτοκίνητο πέρασε κορνάροντας δυνατά κι εξαφανίστηκε όσο γρήγορα εμφανίστηκε. Έμεινα να κοιτάζω τον έφηβο ο οποίος έτρεμε, ενώ πλήθος περαστικών μαζευόταν γύρω του και τον ρωτούσε αν είναι καλά. Απομακρύνθηκα αργά από κοντά του, δε μπορούσα να τον φτάσω ούτως ή άλλως. Απορημένος, σήκωσα το βλέμμα και κοίταξα στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Και τότε την είδα.

Ήταν ντυμένη απλά, ώστε να μην ξεχωρίζει ανάμεσα στον κόσμο, με ένα λευκό μπλουζάκι και τζιν. Η χαλαρότητα και η καλή της διάθεση ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη δική μου επισημότητα, σοβαρότητα κι έλλειψη χαμόγελου. Μπορεί να φαινόταν απλή, αλλά ήταν τόσο διακριτική όσο αυτό που αντιπροσώπευε. Είχε γείρει το σώμα της πάνω στο στύλο του φαναριού, με σταυρωμένα χέρια και με περιεργαζόταν με ένα γνήσιο χαμόγελο στα χείλη, σίγουρη για το θρίαμβό της. Μου την έδινε.

Μου την έδινε που ήταν τόσο όμορφη.

Κούνησα το κεφάλι μου σε μία παραδοχή της ήττας μου σε έναν ανεπίσημα ατελείωτο διαγωνισμό μεταξύ μας. Κρατούσε χρόνια ολόκληρα όλο αυτό, με νίκες δικές μου και με νίκες δικές της. Όλες πάνω σε μία σκακιέρα της ανθρωπότητας, για την οποία τα πιόνια μας δεν είχαν ιδέα. Πέρασα το δρόμο και στάθηκα κοντά της. Χωρίς να το θέλω, χαμογέλασα ελάχιστα.

“Έχεις αρχίσει να γίνεσαι κουραστική”, της είπα με έναν τόνο αυστηρότητας στη φωνή μου. Χαμογέλασε πλατιά.

“Τι έγινε, έχεις αρχίσει να χάνεις τον πόλεμο και φρικάρεις;”, μου απάντησε κοιτάζοντάς με στα μάτια. Ένιωσα μία παράξενη ζεστασιά μέσα μου που για το παγωμένο της όποιας ψυχής μου, έμοιαζε περίπου με λάβα.

“Ο πόλεμος είναι φίλος μου και το ξέρεις. Απλά δε με αφήνεις να κάνω τη δουλειά μου κι αυτό είναι εξαιρετικά ενοχλητικό”, της είπα με περιφρόνηση στη φωνή και μία απέλπιδα προσπάθεια να κρύψω πόσο γοήτευε ακόμα κι εμένα.

“Τι να κάνουμε. Αυτο είναι το δικό μας πεπρωμένο, να είμαστε μόνιμα απέναντι. Κρίμα γιατί μου είσαι σχεδόν συμπαθής. Εξάλλου, ήταν απλά ένα παιδί. Τόσο έχεις χάσει πια την ανθρωπιά σου;”, μου απάντησε με το δικό της βλέμμα να γίνεται πιο αυστηρό.

Υπήρξε μία παύση πριν ξεσπάσουμε και οι δύο σε γέλια.

“Την ποια; Υπάρχουν και κανόνες που δε μπορούν να καταπατούν με το έτσι θέλω”, της απάντησα. Ήταν ασύλληπτο για μένα πώς μπορούσε τόσο εύκολα να με φέρνει κοντά της. Να μου δίνει λίγη από τη ζεστασιά της και τη δική της ανθρωπιά. Ήταν όλα όσα εγώ δε μπορούσα να είμαι και το αντίθετο. Γι’αυτό το λόγο κανένας μας δε μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον άλλο, σε μία αέναη διελκυστίνδα που πότε ευνοούσε τον έναν και πότε τον άλλον.

“Έλα τώρα. Σε βλέπω πώς τους κοιτάς”, μου είπε κάνοντας νόημα προς τον κόσμο απέναντι, “τους περιεργάζεσαι, τους αναλύεις. Σε γοητεύουν”.

Ήταν αλήθεια. Παρά το γεγονός ότι μπορούσα να τους συναντήσω μόνο σε ένα άλλο επίπεδο, όπου δεν υπήρχαν πια πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, ήταν για μένα τρομερά ενδιαφέροντα πλάσματα. Αντίστοιχα, ήμουν κι εγώ ενδιαφέρον θέμα για εκείνους, παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζαν τίποτα άλλο πέρα από την ύπαρξή μου ως κάτι κακό, μυστηριώδες κι αναπόφευκτο. Με φοβόντουσαν πολύ (τόσο που με ενοχλούσε μερικές φορές), αλλά δεν έκαναν πολλά για να διασφαλίσουν ότι θα μπορέσουν να απολαύσουν τις ομορφιές που τους προσέφερε η οντότητα δίπλα μου απλόχερα. Ήταν εκνευριστικό ότι μπορούσα εγώ, που μονίμως έβλεπα την πλάτη της ή το πλατύ της χαμόγελο, να την εκτιμήσω κι όχι εκείνοι. Αχάριστα πλάσματα.

“Εσύ τους αγαπάς και χωρίς καν να σε καταλαβαίνουν”, της είπα και η διαπίστωση έμεινε μετέωρη. Κοίταξα το ρολόι μου ξανά. Ήταν ώρα για το επόμενο ραντεβού. Είδε την κίνησή μου, με κοίταξε ξανά και μου είπε:

“Ο επόμενος είναι δικός σου. Εγώ έχω νέα είσοδο”.

Έγνεψα καταφατικά έχοντας ουσιαστικά αποδεχτεί ότι παρά τα όσα μας χώριζαν, είχαμε μία αόρατη συνεννόηση μεταξύ μας ώστε τα πλάσματα αυτά να γράφουν τις δικές τους ιστορίες στη γη συνεχόμενα, σαν ένας κύκλος που δε μπορούσε ποτέ να σπάσει όσο υπήρχαμε. Την παρακολουθούσα καθώς περνούσε το δρόμο κι απομακρυνόταν και μαζί της, απομακρυνόταν και η ζεστασιά εκείνη, προσγειώνοντάς με στην παγερη πραγματικότητα και τη δουλειά που ακούραστα έκανα ανά τους αιώνες.

Της έριξα ένα τελευταίο βλέμμα, μέχρι την επόμενη φορά, καθώς χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Και για άλλη μία φορά συνόψισα την ίδια διαπίστωση:

Πώς γίνεται οι άνθρωποι να μην αγαπούν τη ζωή όταν ακόμα κι ο ίδιος ο θάνατος είναι ερωτευμένος μαζί της;

Πηγή: http://adinfinitumandallthat.blogspot.gr/2018/05/vol-2.html

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει