Ο κίνδυνος να γίνεις η μάσκα που φοράς
Χαίρετε. Μπαίνεις στο σπίτι κουρασμένη. Γυρνάς από συνεντεύξεις, από τη δουλειά, από το σούπερ μάρκετ, από τα φροντιστήρια των παιδιών. Ώρα να βγάλεις το μακιγιάζ. Κοιτάς το πρόσωπο σου στον καθρέφτη. Είναι στ’ αλήθεια όμως το πρόσωπό σου; Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι η μάσκα σου; Το ψεύτικο χαμόγελο στον κάθε κομπλεξικό εργοδότη που την έχει δει θεούλης για έναν μισθό, η σιωπή σου στην αδιαφορία του άντρα σου, η καρτερία στη γκρίνια των παιδιών σου. Πόσες εκφράσεις έχεις ανακαλύψει για να καλύψεις την απόγνωση σου; Μητέρα, σύζυγος, ερωμένη, νοικοκυρά, εργαζόμενη. Πόσους ρόλους να αντέξεις; Ποιον ρόλο παίζεις τώρα; Ποια μάσκα έχεις βάλει για να κρύψεις την αγωνία σου για τον χρόνο που περνάει ενώ εσύ τρέχεις να καλύψεις τις ανάγκες όλων ;
Μπαίνεις στο σπίτι κουρασμένος. Βγάζεις τα καθημερινά σου. Ώρα να βγάλεις την μάσκα σου. Μπορείς στα αλήθεια; Την έχεις φορεμένη τόσο καιρό που ξεκολλάς οστά, φτύνεις αίμα, ιδέες, λόγια. Εργαζόμενος, πατέρας, γιος, σύζυγος, εραστής. Πόσα ψέματα είπες στους άλλους και τον εαυτό σου για να παρουσιάσεις την καθωσπρέπει εικόνα σου ; Πόσες αλήθειες έκρυψες για να γίνεις πρότυπο ; Πόσες φορές έβαλες την μάσκα για να μην ακούς τους φόβους σου να αλυχτάνε, τα όνειρα σου να θρηνούν και τις προδομένες αρχές σου να σε κοιτάνε κατάματα με περιφρόνηση. Στ’ αλήθεια πόσο βαθιά μ’ έχεις φυλακίσει στα βάθη της ύπαρξης σου ; Ώρα να μετρηθούμε οι δυο μας.
Ποιος είμαι εγώ; Ποια είμαι εγώ; Η συνείδηση σου είπες; Έλα τώρα. Μην αρχίζουμε τα εύκολα μεταξύ μας. Τη συνείδηση σου εύκολα την κουμαντάρεις. Την κοιμίζεις με τόνους από χάπια, την ζαλίζεις με αλκοόλ και την κρύβεις σε καπνούς από τσιγάρα. Της μιλάς με γλυκόλογα, της υπόσχεσαι ότι είναι τελευταία φορά που την παρακούς και της αραδιάζεις δικαιολογίες για να την έχεις χαλαρή. Με μένα δεν γλιτώνεις τόσο εύκολα.
Ψάξε λοιπόν στο ανήλιαγο προαύλιο που με έχεις αφήσει να παίζω με την μπάλα μου, με τις κούκλες μου. Θυμάσαι ; Ήταν η στιγμή που αποφάσισες να θολώσεις την ματιά σου, να νερώσεις το κρασί της ψυχής σου και βάλεις φανταχτερά, ψεύτικα ρούχα στις ιδέες σου. Είμαι το παιδί που αποφάσισες να φυλακίσεις για να πετύχεις. Τι να πετύχεις στ’ αλήθεια; Το αφήνω σε σένα να απαντήσεις. Δεν σου ζητώ να επιστρέψεις στην παιδική ηλικία. Θα ήταν ανόητο και ουτοπικό. Απλά να θυμάσαι ότι έχεις δικό σου πρόσωπο. Μην γίνεσαι η μάσκα που φοράς. Ώρα να γυρίσω στο μέρος που μ’ έχεις φυλακίσει. Ώρα να φορέσεις ξανά τη μάσκα σου.
Τα σέβη μου.
Λουκάς Αναγνωστόπουλος