Μπαλάντες του μετρό, vol. 1 – Σαν όνειρο

 

Σε είδα να στέκεσαι εκεί, ακίνητη ανάμεσα σε κόσμο. Και ήταν σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει.

Στεκόσουν σε εκείνη την αποβάθρα του υπέργειου σταθμού του μετρό, χωμένη μέσα στο γκρίζο σου παλτό, σαν να περίμενες κάτι αόριστο. Κάτι που δεν ήσουν σίγουρη ότι θα έρθει ποτέ.

Σε παρατήρησα. Υπήρχε μία αύρα σε σένα, κάτι απροσδιόριστο το οποίο με έκανε να μη μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου για όση ώρα στεκόσουν εκεί. Ήσουν χλωμή, κουρασμένη. Όχι από την κούραση της ημέρας. Ήσουν κουρασμένη από τη ζωή. Με παραξένεψε. Πώς μπορούσε ένα πλάσμα σαν κι εσένα να φαίνεται κουρασμένο; Ομολογώ, σε φαντάστηκα πώς θα ήσουν πιο ξεκούραστη, πιο κεφάτη. Πώς θα ήταν το χαμόγελό σου. Κι έμεινα εκεί, απλά να σε χαζεύω.

Με κάποιο τρόπο, τα βήματά μου με έφεραν πιο κοντά σε σένα. Στάθηκα κοντά σου, δίπλα σου. Έτρεμες από το κρύο και την υγρασία στο σταθμό κι ενώ η πρώτη μου σκέψη ήταν να σου προσφέρω το δικό μου παλτό, δίστασα. Ήμουν ένας άγνωστος κι όμως, η παρουσία σου μου έδινε την αίσθηση κάτι πολύ οικείου. Τόσο οικείου που θα σου προσέφερα το παλτό μου εκείνη τη στιγμή, αν η λογική δε μου χτυπούσε την πόρτα.

Κοίταξα κλεφτά γύρω μου και μου φάνηκε σαν ο κόσμος ξαφνικά να γυρνούσε με πιο αργές στροφές. Ήταν σαν όλοι να είχαν τεθεί σε μία αργή κίνηση, σε μία αόριστη και θαμπή εικόνα στο φόντο ενώ η παρουσία σου δέσποζε σε πρώτο πλάνο, τόσο ζωντανή και παράλληλα, τόσο απόμακρη. Σαν να παρακολουθούσα μία ταινία που δεν ήθελα για κανένα λόγο να τελειώσει.

Και στη στιγμή που άκουσα από μακριά καποιο συρμό να έρχεται, εκείνη τη στιγμή τα ρουθούνια μου χτύπησε το άρωμά σου. Το τραίνο μπήκε στο σταθμό και σταμάτησε μπροστά μας, κάνοντάς σε να πεταχτείς, σαν να ξύπνησες μόλις από έναν λήθαργο. Άνοιξες την τσάντα σου για να βάλεις το εισιτήριό σου μέσα κι έκανες να μπεις στο βαγόνι. Και ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου είναι μία σειρά επιλογών που κάνεις ή αφήνεις να φύγουν. Έτσι κι εγώ. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο πέρασαν από μπροστά μου χιλιάδες εικόνες. Εσύ, εγώ, ένα χαμόγελο, μία κουβέντα, μία γνωριμία, ένα κοινό μέλλον. Βόλτες, τσακωμοί, έξοδοι και ταξίδια. Όλα μέσα σε μία στιγμή πριν κάνεις το βήμα να μπεις στο μετρό.

Έτεινα το χέρι, όχι για να σε αγγίξω, ούτε για να σε σταματήσω. Έτεινα το χέρι για να πιαστώ και να μπω στο βαγόνι μαζί σου, σα μαγεμένος από την παρουσία σου και το άρωμά σου που με μεθούσε. Κάθισα δίπλα σου ενώ κοιτούσα για ώρα έξω από το παράθυρο, αφήνοντας πίσω εκείνη την παράξενη πόλη που απο μακριά έμοιαζε σα νυχτερινή ζωγραφιά. Μία μυστηριακή και αόριστα επικίνδυνη πόλη, που άφηνα στο πίσω μέρος του μυαλού μου για μερικές μόλις στιγμές μαζί σου. Σε κοίταξα κι αμέσως έκλεισα τα μάτια, φυλακίζοντας την εικόνα σου και μυρίζοντας το άρωμά σου. Το άρωμά σου που κάποτε θα με κυνηγούσε.

Βλέπεις, όταν ανέβηκα σε εκείνο το βαγόνι, έκανα μία επιλογή. Ο δρόμος μου με έφερε στο δικό σου. Η απόπειρά μου να σου μιλήσω επέφερε ένα χαμόγελο και μία κουβέντα δική σου. Και η κουβέντα έγινε συζήτηση. Και η συζήτηση έγινε υπόσχεση για μία συνάντηση. Και η συνάντηση έγινε ραντεβού. Και το ραντεβού έγινε σχέση. Και η σχέση έγινε ευτυχία, τουλάχιστον προσωρινά. Οι καλύτερές μου στιγμές, όλες κοινές μαζί σου. Γιατί αν δε μοιράζεσαι στιγμές, είσαι απλά μισός. Και σαν τις ράγες του τραίνου, που σε πηγαίνουν σε έναν προορισμό κι εσύ απολαμβάνεις το ταξίδι, αφήνεσαι στην ομορφιά των συναισθημάτων και του έρωτα που σε παρασύρει και σε κάνει να ξεχνάς το ένα και βασικό.

Οι ράγες των τραίνων και των μετρό κάποτε σταματάνε σε έναν προορισμό. Κι όπως αυτές σταματάνε, έτσι και ο έρωτας. Κάπου, κάπως, κάποτε, υπάρχει ένα φινάλε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Φινάλε από επιλογή. Φινάλε υποχρεωτικό. Φινάλε πριν καν αρχίσει. Αλλά φινάλε. Υπάρχει, είναι πραγματικό αλλά δεν είναι ορατό. Και κανείς μα κανείς δε σε προετοιμάζει ποτέ για αυτό. Απλά ο συρμός σταματάει απότομα κι εσύ παραπατάς, πέφτεις και χάνεσαι.

Έτσι κι εμείς. Κάποτε κάποιος έγραψε το φινάλε. Δε θυμάμαι ποιος. Δε θυμάμαι καν γιατί. Μοιάζει σαν να έχουν περάσει άπειρα χρόνια από τότε. Εγώ φαίνομαι πιο κουρασμένος, τόσο που μερικές φορές δε θυμάμαι καν πώς με λένε. Και το μόνο που έχει μείνει τελικά από σένα είναι τα χαρτιά που έγραψα αντλώντας έμπνευση από σένα κι εκείνο το μεθυστικό σου άρωμα που ακόμα έχω στα ρουθούνια μου. Μένω να κυνηγάω τα φαντάσματά μου, φαντάσματα που έχουν στήσει χορό γύρω μου και εγώ απλώς τα παρακολουθώ, μη μπορώντας να τα σταματήσω.

Δε νομίζω ότι ήθελα να φύγω ποτέ. Είχα χίλιους λόγους να φύγω και χίλιους έναν για να μείνω. Ήθελα να φύγω για τις φορές που δε με πίστεψες. Έμενα για τη συγγνώμη σου. Έφευγα γιατί μου γυρνούσες την πλάτη. Έμενα γιατί άνοιγες τα χέρια για να πέσεις ξανά στην αγκαλιά μου. Έφευγα γιατί μου έβγαζες εισιτήριο να φύγω. Έμενα γιατί εσύ η ίδια το έσκιζες. Έφευγα γιατί ήθελες να φύγω. Έμενα γιατί μου ζητούσες να μείνω λίγο ακόμα. Λίγο πιο πολύ. Λίγο μόνο.

Και στην τελική, έφευγα γιατί ήξερες ότι αγαπούσα τις εκπλήξεις και δε μου έκανες ποτέ ούτε μία. Έμενα γιατί ξεκάθαρα, μου επεφύλασσες μία, μοναδική και τελευταία έκπληξη: ακόμα και τώρα, με εκπλήσσει το γεγονός ότι η αόριστη παρουσία σου είναι παντού γύρω μου. Αόριστη όπως και ο έρωτας, που μου έτεινε το χέρι εκείνη την ημέρα κι εγώ τον ακολούθησα μέχρι τελικής πτώσης. Μέχρι διάλυσης. Προφανώς, ο μικρός αυτός θεός αρέσκεται στο να εισβάλλει στις ζωές των ανθρώπων, να τις κάνει άνω κάτω και να φεύγει όσο ξαφνικά ήρθε, αφήνοντάς σε μέσα σε έναν λάκκο χωρίς πάτο.

Και είναι κάτι τέτοιες νύχτες σαν την αποψινή, που βρίσκομαι ξανά σε αυτόν τον σταθμό που σε γνώρισα και γράφω αυτές τις γραμμές για σένα, που νιώθω ότι γερνάω. Τις νύχτες γερνάω πιο γρήγορα, γιατί πάντα τις νύχτες μάς έρχονται στο μυαλό λέξεις, φράσεις και ονόματα που βασανίζουν το μυαλό και κάνουν την καρδιά να βουλιάζει πιο βαθειά μέσα στο στήθος. Αυτές τις νύχτες είναι που σε ψάχνω, και ποιο καλύτερο μέρος να σε βρω από το μέρος εκείνο όπου έμελε να είναι η απαρχή των δεινών μου. Το εισιτήριό μου για την επίγειά μου κόλαση.

Καθισμένος σε ένα από τα ξεφτισμένα καθίσματα, βλέποντας τους συρμούς να περνούν ο ένας πίσω από τον άλλο, έχω την ακατανίκητη επιθυμία να ανέβω στο καθένα από αυτά και να σε ψάξω. Να ψάξω το άρωμά σου, να σε βρω, να σε ξανακάνω δική μου για άλλη μία φορά. Να βρω αυτό που ήσουν και μέσα από σένα, να βρω αυτό που κάποτε ήμουν κι εγώ – αμετάκλητα και αμετανόητα δικός σου. Να ψάξω να βρω εσένα που με έδεσες πάνω σου από την πρώτη ματιά. Ένα βράδυ είχες πει ότι θα πήγαινες παντού μαζί μου. Και το ταξίδι δε φαινόταν να έχει τελειωμό. Ώσπου εσύ αποφάσισες να κατέβεις μία στάση πριν από μένα. Πάντα κάποιος κατεβαίνει μία στάση πριν από τον άλλο. Πάντα.

Σε αυτή τη μεθυσμένη μεγαλούπολη όπου κάθε βράδυ η πραγματικότητα και τα όνειρα γίνονται μία απροσδιόριστη μάζα προσδοκιών, τόσο παρακμιακά υπέροχη και τόσο συγκλονιστικά απρόσωπη, εγώ συνεχίζω να ψάχνω εσένα. Ακόμα πιστεύω ότι θα σε ξαναδώ μέσα σε ένα από αυτά τα βαγόνια. Μόνο που δεν τολμάω πια να μπω. Η τελευταία φορά που παρορμητικά μπήκα, με έκανε σκιά του εαυτού μου. Μένω εδώ, στην αποβάθρα, ελπίζοντας ότι ως δια μαγείας θα εμφανιστείς εσύ και θα μου δώσεις το χέρι, θα μου πεις να σταματήσω να καταστρέφομαι. Και το άγγιγμά σου θα είναι τόσο ζεστό, σα φλογα που ζεσταίνει μέσα σε μία χειμωνιάτικη νύχτα. Και μετά το χειμώνα, έρχεται φθινόπωρο. Και ξανά χειμώνας. Και ξανά φθινόπωρο. Περιμένω την άνοιξη καρτερικά αλλά αυτή δεν έρχεται ποτέ. Λες και είναι τόσο συνδεδεμένη μαζί σου που πια, την έχεις πάρει οριστικά μακριά από μένα.

Πες μου λοιπόν, ποιον λυπάσαι περισσότερο σε αυτή τη ζωή; Εμένα, που έχω γίνει έρμαιο ενός έρωτα που εσύ έχεις ξεχάσει; Ή τους άλλους, τους ερωτευμένους, που δεν ξέρουν ακόμα ότι είμαι η όψη του μέλλοντός τους;

Άραγε με αγάπησες ποτέ; Ή απλώς μένω να θρηνώ ακόμα κάτι το οποίο δεν υπήρξε ποτέ; Μένω με τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία και τις αφήνω να μου καταβροχθίσουν την ψυχή. Κοιτάζω κάτω, πόσα τσιγάρα μου κράτησαν παρέα απόψε, πιστοί φίλοι. Στρέφω το βλέμμα προς την ανατολή. Ξημέρωμα. Λίγοι άνθρωποι καταφτάνουν στην αποβάθρα για τον πρώτο συρμό. Ασυναίσθητα κοιτάζω ανάμεσα στα πρόσωπα, μήπως δω εκείνο που τόσο καιρό αναζητώ.

Κάνω να σηκωθώ. Και το βλέμμα μου πέφτει σε ένα γνώριμο γκρίζο παλτό και σε μία οικεία φιγούρα. Σαν όνειρο. Και για άλλη μία φορά, οι επιλογές μου περνούν μπροστά από τα μάτια μου σαν ταινία. Κάνω ένα βήμα προς εσένα, με τα χέρια στις τσέπες και την καρδιά έτοιμη να σπάσει. Το τραίνο από μακριά ακούγεται, μία αίσθηση προδιαγεγραμμένης μοίρας με κατακλύζει. Είσαι εκεί, είσαι τόσο κοντά. Ένα άγγιγμα και γίνεσαι ξανά πραγματική.

Ακουμπάω τον ώμο σου. Γυρίζεις το κεφάλι και ξαφνιασμένη, συνειδητοποιείς ποιον έχεις μπροστά σου. Είμαι σίγουρος ότι λίγα αναγνωρίζεις σε μένα πια. Κάθε κομμάτι της ψυχής μου, κάθε σκοτεινή γωνία της, ουρλιάζει να σε παρακαλέσω να μείνεις. Ο συρμός μπαίνει στην αποβάθρα κι εγώ, σε κοιτάζω προσεκτικά. Είσαι διαφορετική. Και το πιο διαφορετικό από όλα, είναι το δαχτυλίδι που κουβαλάς στο δάχτυλό σου, απόδειξη ότι κατέβηκες μία σταση πριν από μένα και άλλαξες τραίνο και προορισμό.

Σιωπή. Από αυτές που μιλάνε και λένε τα πάντα. Μπορούσα να σε ακολουθήσω, μπορούσα να σε ικετεύσω να μείνεις κοντά μου, μπορούσα να σε παρακαλέσω να πάρεις το επόμενο μετρό για να μπορέσω να σε ζήσω λίγο ακόμη. Κι όμως, καμία από αυτές τις σκέψεις δεν αρθρωνω. Απλώς σε κοιτάω, παίρνω το χέρι σου και σου δίνω αυτό το χαρτί που χρόνια τώρα γράφω. Σου λέω να το διαβάσεις μόλις ανέβεις στο τραίνο, κάνω μεταβολή και φεύγω, προσπαθώντας να μην κοιτάξω πίσω, για να ξεχάσω ότι ήσουν κάποτε πραγματικότητά μου.

Και τώρα που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, θέλω να ξέρεις ότι σε έψαχνα χρόνια. Δε σε ξαναβρήκα ποτέ. Τώρα που σε βρήκα, θέλω απλώς να ελευθερωθώ. Σε αγάπησα και σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Όμως πρέπει να τραβήξω μία γραμμή εδώ. Ο επόμενος σταθμός αχνοφαίνεται και είμαι επιτέλους έτοιμος να κατέβω από το τραίνο του έρωτά μας. Και θα το κάνω με χαμόγελο.
Αρκετά. Αρκετά πια.

Ad Infinitum

Πηγή: http://adinfinitumandallthat.blogspot.gr/2018/05/vol-1.html

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει