Είναι και κάτι βράδια που δε λένε να ξημερώσουν μακριά σου

Βλέμμα θολό, χαμένο μέσα στον καπνό. Η απουσία σου σκαλισμένη στο πρόσωπό μου. Σκόρπιες ελπίδες, αμέτρητα γιατί κι ένα παράπονο ανείπωτο.

Αλήτης τελικά ο χρόνος. Αδίστακτος, αμείλικτος και αδυσώπητος.

Πάνε κιόλας μήνες από την τελευταία φορά που γεύτηκα τα χείλη σου, που χάθηκα στο χαμόγελό σου.

Πάει τόσος καιρός από τα βιαστικά εκείνα βράδια που ξημερωνόμουν με ένα κορίτσι γεμάτο ζωντάνια και χαρά στην αγκαλιά μου. Από τις νύχτες που τα μεγάλα και εύκολα λόγια έβγαιναν αλόγιστα και αμέριστα από τα χείλη σου, και το μόνο πράγμα που τολμούσα να κάνω ήταν να σε κρατώ στην αγκαλιά μου σφιχτά μέχρι να κοιμηθείς.

Δεν ήθελα να μιλήσω ακόμη, αυτό θα ήταν το μόνο εύκολο. Ωστόσο, έλεγες κι έδειχνες τόσο πολλά, και το τελευταίο πράγμα που θα άντεχα ήταν να βγω ψεύτης, να σε πληγώσω. Σκεφτόμουν, ζύγιζα και στο τέλος έπνιγα κάθε λέξη που λαχταρούσα κι εγώ να σου πω, για να μην καταλήξω άλλη μια πληγή μέσα σου. Να μη χαράξω αυτό το ανεξήγητα όμορφο και καλοσχηματισμένο χαμόγελο που τόσο πολύ με γοήτευε.

Δεν ήταν εύκολο. Το είχα όμως υποσχεθεί στον εαυτό μου από την ώρα που έφυγες. Του είχα τάξει πως θα έκανα ό,τι μπορούσα για να μην αργήσει στιγμή η ημέρα εκείνη που θα γινόμουν και πάλι ένα με την καθημερινότητά μου. Πως θα γύριζα το χρόνο στο λεπτό πριν σε βάλω στη ζωή μου και θα τη συνέχιζα από εκείνο ακριβώς το σημείο. Σαν να μη μεσολάβησες ποτέ. Βλέπεις, όπως και να είχε δεν υπήρχε λόγος να πιέσω για εξηγήσεις που δεν ήθελες να μου δώσεις. Δεν είχα σκοπό να προσπαθήσω να σε γυρίσω πίσω, ούτε και να σε εκδικηθώ.

Φίμωσα τον πόνο κι έκανα το χρόνο σύμμαχό μου.

Κλείδωσα την κάθε μας στιγμή μέσα μου σαν να’ ταν κάτι ιερό. Δίπλωσα τις αναμνήσεις μας και τις “σήκωσα” σαν να’ ταν ρούχα κάποιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που πέρασε και δε γυρίζει πίσω. Έκλεισα στις γροθιές μου αυτό το ματωμένο “γιατί” που άφησες αποτυπωμένο στο πίσω μέρος της πόρτας όταν μια μέρα χωρίς λόγο και αιτία την έκλεισες πίσω σου, και μετουσίωσα το θυμό σε δημιουργικότητα, την απορία σε αδιαφορία και τη θλίψη σε δύναμη. “Θα είχες τους λόγους σου” σκεφτόμουν, “δεν πειράζει”. Και με τις λέξεις αυτές ξεγελούσα το μυαλό μου κάθε φορά που λύγιζε και ξεκινούσε εκείνο το περιπετειώδες ταξίδι στην παράνοια της απουσίας σου.

Εν τέλει, η ημέρα που ξημέρωσε χωρίς να είσαι η πρώτη μου σκέψη δεν άργησε να έρθει. Ήρθε ξανά η νύχτα εκείνη που ασυνείδητα κοιμήθηκα χωρίς την καληνύχτα σου, χωρίς το φιλί σου. Σε ξόρκισα από τα όνειρά μου και κατάφερα και πάλι να χαθώ μες στη ρουτίνα μου αφήνοντας έτσι τη ζωή μου να κυλήσει μαζί της, μονότονα και αδιάφορα.

Τα είχα πλέον καταφέρει…

Είναι όμως κάτι κρύα πρωινά που οι αναμνήσεις μας ζωντανεύουν στις κίτρινες σελίδες. Μουντά ξημερώματα στα οποία το μόνο μοτίβο που θα ταίριαζε είναι το γκρίζο.

Είναι κάποια μοναχικά απομεσήμερα που το παράπονο σφαδάζει μέσα μου και βγαίνει σε λυγμούς. Ώρες που η αδικία με πνίγει και δε με χωράει ο τόπος. Είναι φορές που όλες εκείνες οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και οι ημιτελείς νύχτες φωνάζουν “γιατί;”, κι εγώ, δεν έχω απάντηση να δώσω. Είναι στιγμές που η αχαριστία σου γίνεται κόμπος στο λαιμό μου και ο εγωισμός μου σπάει και ζητάει εξηγήσεις. Εξηγήσεις για το τι έφταιξε, το τι μεσολάβησε, και το πώς όλα άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Έρχονται κάτι βράδια σαν κι αυτό ανίκητα στη δύναμη της συνήθειας και της θέλησης. Βράδια που τη λογική από την παράνοια τις χωρίζει μια κλωστή. Βράδια, που ένας θεός ξέρει πως θα ξημερώσουν μακριά σου…

Χατζηκυριάκου Παντελής

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *