Αναζητώντας το δικό σου τρένο
Και ξεκινάς ξανά, πεζός,
ξυπόλυτος.
Ακολουθώντας μονοπάτια βυθισμένα στο χώμα.
Χωρίς να βλέπεις πόσο μουσκεμένα είναι από το δάκρυ.
Ξέρω καλά
Ποτέ δεν πρόσεξες το δάκρυ.
Τώρα το βλέπεις.
Κυλάει σαν μικρό, απρόσμενο ρυάκι,
αφήνοντας, με πόνο, πίσω του ό,τι άχρηστο του έχει απομείνει.
Κι ας συνεχίζει να κυλά.
Κυλά περήφανο και γελαστό, διασκελίζοντας τα χείλη του,
που, σχεδόν, ζωντανεύουνε μπροστά σου.
Έτοιμα να ρουφήξουν το κορμί σου που στέκεται,
καρφωμένο στο έδαφος, να το κοιτάζει,
γεμάτο δισταγμό και φόβο.
Έτοιμα, να το πετάξουνε απότομα, πάνω στα παγωμένα του νερα.
Θέλεις να βγεις, μα είναι αργά.
Τώρα κυλάς.
Κυλάς κι εσυ μαζί με το ρυάκι.
Κυλάς
κι ακολουθείς, μονάχα, τη ροή του.
Κυλάς
κι αγγίζεις κάθε λασπωμένο μονοπάτι που περνάς.
Νοιώθεις τα χώματα να ξύνουν το γυμνό κορμί σου.
Λες και σε κάθε τους εκατοστό, υπάρχει κι από μία πετρα
που το γδέρνει
κι αρχίζει να μοιράζει τα κομμάτια σου.
Μισά εκεί
Μισά εδώ
Μα πώς να συνεχίσει να κυλά ένα κορμί μισό,
βουτηγμένο στην πλημμύρα των δακρύων;
Μα πώς να συνεχίσει να κυλά, κοιτώντας, πάντοτε
Εκεί;
Και φτάνεις.
Είσαι καβάλα σ’ ένα άλογο που ψάχνει για την άμαξά του.
Νοιώθεις περήφανος και δυνατός.
Μα είσαι μόνος.
Κι αυτό το “μόνος” σε φοβίζει.
Σε κάνει αδύναμο
Νοιώθεις μισός.
Κοιτάς ξανά Εκεί
Κι ύστερα τ’ άλογο
και ψάχνεις για την άμαξά του.
Και νοιώθεις πάλι δυνατός
Μα, ξαφνικά, φοβάσαι
Γιατί είσαι πάλι μόνος.
Μόνος, καβάλα σ’ ένα άγνωστο άλογο, να ψάχνετε γι’ άμαξα,
σε άγνωστα μονοπάτια.
Πηδάς στο έδαφος.
Πληγιάζουνε τα γόνατά σου.
Μα εσύ σηκώνεσαι και περπατάς περνώντας στην πλάτη σου τον πόνο
Κι ο πόνος σε βαραίνει και σε βαραίνει
που νοιώθεις τόσο αδύναμος, για να τον κουβαλήσεις.
Ξανά πεζός.
Όμως, όχι ξυπόλυτος αυτή τη φορά.
Είδες;
Όλο και κάτι βρήκες κρεμασμένο στη σέλα του άγνωστου αλόγου.
Τώρα γνωρίζεις πια,
ποια είναι αυτά τα μονοπάτια που δεν έχουν λάσπη,
για ν’ ακολουθήσεις.
Είναι εκείνα που ποτέ δεν πρόσεξες ότι υπήρχαν.
Εκείνα που ήτανε καλά κρυμμένα, πίσω απ’ τους θάμνους που ξερίζωσες
στην προσπάθειά σου να κρατήσεις το κορμί σου σταθερό, καθώς κυλούσε,
βουτηγμένο στο ρυάκι.
Κι ακολουθείς το πρώτο μονοπάτι, πατώντας πάνω στο σκληρό του χώμα.
Μα δε σε νοιάζει.
Δεν είσαι πια ξυπόλυτος
Και νοιώθεις, πάλι δυνατός και περήφανος
που συνάντησες στο δρόμο σου, εκείνο τ’ άλογο.
Κι ας ήταν άγνωστό.
Ποιο άλογο;
Το ξέχασες κιόλας;
Εκείνο που σου χάρισε δίχως να καταλάβεις, τα παπούτσια,
να προφυλαχτείς απ’ τ’ άγριο έδαφος.
Σκλήρυναν τα πόδια σου πια.
Δεν έχεις και παπούτσια.
Κι όμως πατάς στο χώμα
Και περπατάς σταθερά
Γελάς
Και συνεχίζεις
Και συνεχίζεις να γελάς
Και νοιώθεις ακόμα δυνατός
Μα λίγο αδύναμος.
Μονάχος, ξαφνικά, σε άγνωστα, πάλι μονοπάτια.
Είσαι πεζός
Δίχως άλογο να ιππεύσεις
Δίχως παπούτσια να σε προστατεύουν.
Γυμνός, μέσα στο κρύο.
Μες στα ψυχρά, στενά δρομάκια που επέλεξες ν’ ακολουθήσεις
Περιπλανώμενος εδώ κι εκεί
Ψάχνοντας για λιθόστρωτους δρόμους.
Κι είν’ τα στενά δρομάκια, αυτά που κρύβουνε τις μεγαλύτερες εκπλήξεις.
Μα οι εκπλήξεις είναι ευχάριστες, σαν έχεις κάποιον να τις μοιραστείς.
Κι εσύ είσαι μόνος.
Πάνω σε άμαξα που έφτιαξες με τα κομμάτια του πόνου
που διαλύθηκε, σαν έπεσε από την πλάτη σου
και σκόρπισε στο έδαφος.
Νοιώθεις ξανά περήφανος
Μα καταρρακωμένος.
Κι η άμαξα συνεχίζει το ταξίδι της, μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.
Ποιος είναι ο προορισμός της, μη ρωτάς.
Ξέρει εκείνη.
Άκουσέ την.
Είναι φτιαγμένη από πολλά κομμάτια και κολλημένη δυνατά
με το αίμα των χεριών σου που έσταζε πάνω στα ξυλά, καθώς τα πλήγιαζαν.
Κοιμάσαι ήσυχος
Κι απολαμβάνεις το ταξίδι.
Μα εκείνος ο φόβος της μοναξιάς, σε χαστουκίζει και σε ξυπνάει.
Κοιτάς εκεί
Και βλέπεις τα μισά κομμάτια σου, να κείτονται στο χώμα
και παραδίπλα, ό,τι άχρηστο άφησε πίσω το ρυάκι.
Και νιώθεις δυνατός.
Πρέπει να νιώσεις δυνατός,
γιατί η άμαξα, σε λίγο, θα σε αφήσει.
Ακόμα κι αν την έφτιαξες εσύ.
Αυτή θα σε αφήσει.
Είσαι πεζός.
Ξανά ξυπόλυτος.
Μην κλαις.
Τα δάκρυα μουσκέψανε τα ποδιά σου και τα μαλάκωσαν ξανά.
Μουσκέψανε το χώμα
Και να ‘το πάλι το ρυάκι που σχηματίζεται μπροστά σου.
Κι εσύ δε θέλεις να βουτήξεις πάλι.
Μα αντιλαμβάνεσαι πως πρέπει να συνεχίσεις να κυλάς.
Και κυλάς.
Και το κορμί σου γδέρνεται απ’ τις πέτρες.
Μα μένει ακέραιο.
Μονάχα λίγο ματωμένο αυτή τη φορά.
Φτάνεις.
Είσαι σ’ ένα βαγόνι ενός αγνώστου τρένου
που ακολουθεί έναν άγνωστό προορισμό.
Γύρω σου ξένοι, πληγιασμένοι, ματωμένοι από τις πέτρες.
Κορμιά μισά, πετάμενα και στοιβαγμένα σ’ ένα βαγόνι.
Δεν μπορείς να ανασάνεις.
Πολύς ο κόσμος.
Πολλά κορμιά πληγωμένα
Πολλά τα αίματα που κυλούν και πλημμυρίζουν το βαγόνι.
Κι εσύ γλίστρας κι αφήνεις το βαγόνι να συνεχίσει το ταξίδι του.
Βαδίζεις.
Βαδίζεις, βουτηγμένος στα αίματα, αναζητώντας τον επόμενο σταθμό.
Το επόμενο βαγόνι που θα σε μεταφέρει στον προορισμό σου.
Αυτόν που μόνο εσύ γνωρίζεις πως υπάρχει.
Ούτε το άλογο
Ούτε το τρένο
Ούτε το ρυάκι δεν ήτανε παρόν στο όνειρο σου.
Εκείνον τον προορισμό που εμφανίστηκε σαν πλάγιασες
σε στρώμα από αγκάθια που τίναζε το κορμί σου
από τα αλλεπάλληλα τσιμπήματα
και το ‘κανε να σηκωθεί.
Ξημερώνει.
Και το ξημέρωμα σε βρίσκει εξαντλημένο να βαδίζεις δίπλα στις ράγες,
αναζητώντας το δικό σου τρένο.
Ελίνα Δερμιτζόγλου