Το παραμύθι της

 
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι.

Αυτό το κορίτσι ήταν συνεσταλμένο, ήρεμο. Της άρεσε η ησυχία, τα ταξίδια και οι όμορφες εικόνες. Ήταν πολύ όμορφο αλλά η ίδια δε μπορούσε ποτέ να το διακρίνει. Θεωρούσε ότι δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο και φρόντιζε να το θυμίζει στον εαυτό της πολύ συχνά.

Μεγαλώνοντας και περνώντας από την εφηβεία στην ενηλικίωση , δεν της άρεσε καθόλου να είναι το κέντρο της προσοχής. Για την ακρίβεια, αν μπορούσε να τσαλακωθεί και να μαζευτεί σε μία γωνία του εκάστοτε χώρου που βρισκόταν, θα το έκανε ευχαρίστως. Της άρεσε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της από τη δική της οπτική και να μιλάει μόνο όταν χρειαζόταν κι όταν είχε κάτι ουσιαστικό να πει.

Ωστόσο με τον καιρό άλλαζε εκείνη, άλλαζαν και οι καταστάσεις γύρω της. Σταδιακά άρχισε να γίνεται πιο δημοφιλής, να έχει περισσότερους φίλους και γνωστούς γύρω της. Ξεκίνησε να δουλεύει σε μία δουλειά που μοιραία έπρεπε να συναναστρέφεται πολλούς ανθρώπους καθημερινά, παιδιά και μεγάλους. Αυτό σχεδόν την ανάγκασε να βγει από το καβούκι της και να δει τον κόσμο για αυτό που πραγματικά ήταν. Μία ανεξάντλητη πηγή πιθανοτήτων.

Αυτό όμως που άλλαζε δραστικά με τον καιρό ήταν ο τρόπος που την έβλεπαν οι γύρω της. Είχε πάντα την αίσθηση ότι απλώς γέμιζε το χώρο και για τον οποιονδήποτε άλλο δεν έκανε διαφορά αν ήταν ή δεν ήταν παρούσα. Είχε αρχίσε να παρατηρεί την ταχεία μεταβολή αυτής της αντίληψης. Μπορεί να ήταν ότι είχε ομορφύνει επικίνδυνα, μπορεί να ήταν ότι είχε αποκτήσει έναν δυναμισμό που της είχε προσφέρει η δουλειά της κι αυτό την έκανε πιο παρούσα και ξεχωριστή από ποτέ. Παρατηρούσε όμως ότι τα βλέμματα, από εκεί που τα είχε συνηθίσει αδιάφορα, γινόντουσαν πιο έντονα και πιο διερευνητικά. Ενδιαφέρον, το έλεγαν. Και δε μπορούσε να πει ότι δεν το απολάμβανε.

Μαζί με την καινούρια της αυτοπεποίθηση και την πεποίθηση ότι όλα πήγαιναν πλέον καλά στη ζωή της, συνέχιζε να ζει την κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία της. Έξοδοι και πάρτυ και πιώμα. Όλα ήταν εκεί, μαζί με τη δουλειά της, τις διακοπές της, τους φίλους και τους γνωστούς που πλέον είχαν πληθύνει. Περνούσε καλά. Περνούσε καλά;

Περνούσε. Απλώς όταν διασκεδάζεις χωρίς σταματημό, είναι εύκολο να χάσεις το μέτρο. Είναι εύκολο να χάσεις και λίγο από τον εαυτό σου, γιατί μετατρέπεσαι άθελά σου σε κάτι που δεν είσαι πραγματικά. Είναι ακόμα πιο εύκολο να αρχίσεις να δυσκολεύεσαι να δεις τι πραγματικά ζητάς από τη ζωή σου γιατί παγιδεύεσαι μέσα στον ξέφρενο ρυθμό της. Και το πιο εύκολο από όλα; Είναι ότι οι γύρω σου αρχίζουν να νομίζουν ότι είσαι μόνο για διασκέδαση και πλακίτσα και για τίποτα παραπάνω. Σε όλους τους τομείς.

Γιατί κάτω από αυτή τη δυναμική κι οξυδερκή κοπέλα, με το αστείρευτο χιούμορ, το όμορφο χαμόγελο και την πλέον ηχηρή παρουσία στο χώρο, υπήρχε ακόμα εκείνο το κορίτσι, το συνεσταλμένο και ήρεμο, που το μόνο που ζητούσε ήταν ηρεμία κι έναν άνθρωπο να μπορεί να τη μοιραστεί. Κοιτούσε γύρω της και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν άνθρωποι που μόνο ζητούσαν από εκείνη και της έδιναν το ελάχιστο, αν της έδιναν κάτι. Είχε καταφέρει να γίνει το κέντρο της προσοχής που τόσο απέφευγε. Είχε καταφέρει αυτό που πολλοί άλλοι θα ζήλευαν. Κι από εκεί και πέρα, τι; Έτσι τα χρόνια πέρασαν και τη χαρά και τον ενθουσιασμό άρχισαν να αντικαθιστούν η μελαγχολία και η θλίψη.

Γιατί για εκείνη, η καρδιά της ήταν ο,τι πολυτιμότερο είχε. Κι όταν αποφάσιζε να τη δώσει σε κάποιον, την έδινε αβίαστα και ολοκληρωτικά, μαζί με ένα τεράστιο ρίσκο στην πιθανότητα να πάει κάτι στραβά. Όταν ήταν μικρότερη, έπαιρνε πολλά περισσότερα ρίσκα γιατί η καρδιά της επανερχόταν πιο γρήγορα. Σε κάθε καινούρια στραβή όμως, της γινόταν όλο και πιο δύσκολο να μαζέψει και να ξανακολλήσει την καρδιά της ώστε να τη δώσει εκ νέου σε κάποιον που έκρινε ότι άξιζε να του δώσει τα πάντα. Κι όλα αυτά, γιατί μέσα σε αυτήν την προδωμένη και ραγισμένη καρδιά, πάντα φώλιαζε η ελπίδα ότι μια μέρα, θα βρισκόταν εκείνος που θα τη γιάτρευε. Κι έτσι συνέχιζε να ψάχνει.

Με τον καιρό που περνούσε, η ζωή της έμοιαζε πιο μουντή. Παρά τις εξόδους και τις εκδρομές, τα γέλια και τις όμορφες στιγμές, είχε πλέον φτάσει σε σημείο που της ήταν δύσκολο να νιώθει χαρά. Ένιωθε ότι η καρδιά της είχε μουδιάσει και παγώσει αρκετά ώστε να μη μπορεί καν να ξεχωρίσει τις όμορφες στιγμές. Κι όταν τις ζούσε, ήταν πρόσκαιρη η χαρά πριν γυρίσει ξανά στη μελαγχολία της. Είχε υψώσει απροσπέλαστους τοίχους γύρω της, για να προστατευτεί. Δεν άφηνε σχεδόν κανένα να δει ή να αγγίξει ό,τι είχε μείνει από την καρδιά και την ψυχή της. Την καρδιά της που είχε γίνει κομμάτια και την ψυχή της που είχε κλειδώσει κάπου μακριά. 

Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες της, αδιάφορα και ψυχρά, παρά τα όσα έκανε. Είχε κουραστεί και το μόνο που ευχόταν με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει ήταν απλώς να ησυχάσει. Είχε όμως γίνει υπερβολικά δύσκολο να προσποιείται ότι όλα πήγαιναν καλά. Προσπαθούσε να δείχνει καλά με όποιον τρόπο μπορούσε και με όση περισσότερη προβολή μπορούσε, ώστε να την αφήνουν απλά ήσυχη. Συνέχιζε να ζει τη ζωή της όπως πριν και να προσποιείται ότι η θλίψη δε γιγαντωνόταν μέσα της μέρα με τη μέρα.  Ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα σε μία θαλασσα και απλώς επέπλεε, χωρίς προορισμό και προοπτική για το μέλλον. Προτιμούσε πια μόνη της παρά να επενδύει σε ανώφελες σχέσεις. Και η σιωπή είχε γίνει η καλύτερή της φίλη.

Κι ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προστατεύσει τον εαυτό της από τη θλίψη της κι από τους ανθρώπους γύρω της, εμφανίστηκε από το πουθενά εκείνος.

Τον γνώρισε μία χειμωνιάτικη νύχτα εντελώς ξαφνικά κι ανορθόδοξα. Τον είχε εντυπωσιάσει η ομορφιά της μεν αλλά πιο πολύ τον είχε καθηλώσει εκείνη η συγκρατημένη και διακριτική θλίψη που έβλεπε στα μάτια της. Αν και γελούσε, εκείνος είχε διακρίνει καταιγίδες που μαίνονταν στο πράσινο των ματιών της, προσδίδοντάς τους ένα απροσδιόριστο γκρι χρώμα. Την παρατηρούσε, παρατηρούσε κάθε της κουβέντα. Δε χρειαζόταν κάτι παραπάνω, μέσα από αυτές τις κουβέντες καταλάβαινε πόσο πόνο και θλίψη έκρυβε μέσα της.

Σχεδόν τη σόκαρε όταν της το είπε, γιατί ήταν σίγουρη ότι το έκρυβε πολύ καλά. Πίστευε ότι εφόσον κανένας δεν το είχε παρατηρήσει, ήταν επειδή το έκρυβε επιμελώς, όχι επειδή οι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι να βλέπουν πέρα από την επιφάνεια. Του το είπε. Εκείνος γέλασε. Οι πονεμένες ψυχές αναγνωρίζουν η μία την άλλη, της είπε. Αλλά μπορούν και να γιατρέψουν η μία την άλλη. Ο ίδιος είχε μόλις συνέλθει από μία τοξική σχέση. Αλλά αυτό δε θα τον εμπόδιζε. 

Γιατί εκείνος είχε αποφασίσει, σχεδόν από τη στιγμή που την αντίκρισε, ότι θα έκανε τα πάντα προκειμένου να ζωντανέψει ξανά το βλέμμα της και να την κάνει να ξεχάσει το παρελθόν κι όσα την πόνεσαν. Προκειμένου οι καταιγίδες στα μάτια της να σκορπίσουν και να γίνει εκείνη ξανά αυτό που ήταν πραγματικά: ένα αυτόφωτο πλάσμα, κεφάτο και χαρούμενο, που χάριζε ομορφιά όπου πήγαινε. 

Εκείνος ήταν εκεί για να ξυπνήσει την καρδιά της από το λήθαργο και να ζεστάνει την ψυχή της. Και θα το έκανε με αγάπη, καλοσύνη και κατανόηση.

Εκείνη ήταν εκεί για να φτιάξει ένα μέλλον, πιο φωτεινό κι όμορφο. Για την ίδια και για εκείνον. Με μία και μοναδική προϋπόθεση. 

Να ζήσουν καλύτερα από τους ήρωες των παραμυθιών. Μαζί.

 
Ad Infinitum
 
 
 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *