Οκτώβριος

Η δυνατή βροχή σταμάτησε και απέμεινε μόνο ένα απαλό ψιλόβροχο να τη συνοδεύει δτο περπάτημα, έτσι για να νιώθει τις λεπτές σταγόνες στο πρόσωπο της. Λάτρευε τη μυρωδιά από τη βρεγμένη γη και αυτή την ελαφριά ψύχρα του φθινοπώρου. Είχε φτάσει η εποχή που χρειάζεσαι ένα μαλακό ρούχο, με μακριά μανίκια. Θα μπορούσε να νιώθει ευτυχία, απλά γιατί βρισκόταν εκεί, ενώ όμως τα πόδια της κινούνταν με επιδεξιότητα ανάμεσα στους νερόλακκους και στα πεσμένα φύλλα, η σκέψη της παρέμενε στο ίδιο σημείο.

Ο Θωμάς έτρεξε όταν τον φώναξε ο διευθυντής. Ο κύριος Αργύρης ήταν ο διευθυντής προσωπικού και ήταν πάντα ευγενικός και ήρεμος με όλους τους. Σήμερα όμως φαίνεται σκυθρωπός και βαρύς και δεν τον κοιτάζει ευθεία στα μάτια όπως κάνει πάντα. Τελικά αποφασίζει να του απευθυνθεί και να του εξηγήσει ότι η συνεργασία τους διακόπτεται οριστικά. Η τεχνική εταιρεία αναγκαστικά θα προβεί σε απολύσεις και θα ξεκινήσουν πρώτα από τα νεώτερα στελέχη. Επίσης για κάποιους ακατανόητους λόγους δε θα δοθούν, τουλάχιστον άμεσα, αποζημιώσεις. Ο Θωμάς που στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι αυτός που φέρνει εισόδημα στην οικογένεια, έχει μείνει εμβρόντητος. Το απόλυτα αυστηρό ύφος του διευθυντή και η αποφασιστικότητα στον τόνο της φωνής του, δεν του αφήνουν καμία αμφιβολία αλλά και καμία ελπίδα.

Φεύγει από το γραφείο χαμένος μέσα στην θλίψη και την απογοήτευση, αλλά και με ένα τεράστιο ερώτημα, τι θα κάνει από εδώ και μπρος. Η γυναίκα του είναι τεσσάρων μηνών έγκυος και η κορούλα του είναι τριών ετών και τα χρήματα που έχει καταφέρει να αποταμιεύσει είναι ελάχιστα. Μαζεύει τα πράγματα του από το γραφείο και ενημερώνει τους συναδέλφους και τους αποχαιρετά. Ο συνάδελφος του, ο Ηρακλής, τον παίρνει παράμερα και του δίνει έναν αριθμό τηλεφώνου, “κατασκευαστική εταιρεία στην Ντόχα”, “σίγουρος μισθός και υψηλός και όχι τα ψίχουλα που έπαιρνες εδώ, σκέψου το, επικοινωνείς και σε παίρνουν σήμερα κιόλας.”

Ο Θωμάς φεύγει και νιώθει να καταρρέει, αναρωτιέται γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό και γιατί να συμβεί έτσι. Σκέπτεται να μην πάει ακόμα στο σπίτι, να περάσει λίγο από τον αδελφό του και να μιλήσει μαζί του. Ο αδελφός του είναι μαραγκός και έχει ένα μικρό μαγαζάκι πίσω από την κεντρική πλατεία. Ο Ανέστης ξαφνιάστηκε πολύ που τον είδε: “τέτοια ώρα; τι συμβαίνει; το παιδί είναι καλά; η Ειρήνη;” Ο Θωμάς πάλευε στο μυαλό του για τη λύση που του έδωσε ο συνάδελφός του, για την Ντόχα! “Αδελφέ πώς θα της το πω; πώς θα τις αποχωριστώ; βοήθησε με!” Όσο και αν επανεξέταζαν το ζήτημα τα δυο αδέλφια, άλλη λύση δεν έβρισκαν. ¨”Θα είναι προσωρινό” έλεγε και ξανάλεγε ο Θωμάς, μόνο να σταθώ οικονομικά, να ξεπεράσω τα προβλήματα.

Έφυγε από τον αδελφό του και πήγε στο σπίτι. Το παιδί χίμηξε στην αγκαλιά του και η γυναίκα του έστρωσε το τραπέζι για να φάνε.

Όση ώρα σέρβιρε το φαγητό η Ειρήνη, του έριχνε κάποιες ματιές γιατί καταλάβαινε ότι κάτι του συμβαίνει. Ο Θωμάς προσπαθούσε να φάει και έκοβε και μικρά κομματάκια το φαγητό της μικρής για να μπορεί να μασήσει ευκολότερα. Αφού πέρασαν έτσι περίπου μια ώρα, η Ειρήνη έβαλε τη μικρή για ύπνο και επέστρεψε, τον κοίταξε με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση και ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει. Όσο και αν της εξηγούσε ότι θα έφευγε για λίγο, ότι ήταν αναπόφευκτο, ότι το έκανε και για το δικό της καλό και για το παιδί που θα γεννιόταν, αυτή έκλαιγε σπαρακτικά.

Δεν σταμάτησε να κλαίει και μετά όταν αυτός έφυγε και έφτασε η ώρα να γεννήσει το μωρό τους. Γέννησε και ήταν κοντά της οι συγγενείς και μια φίλη και πήγαν όλα καλά αλλά. Ο Θωμάς δεν μπορούσε να είναι εκεί μαζί της. Η Ειρήνη με τα χρήματα που έρχονταν από την Ντόχα ήταν πλουσιότερη αλλά ένιωθε πιο φτωχή από ποτέ. Έφτασε κιόλας ο Οκτώβριος και ο άντρας της έλειπε ήδη περισσότερο από έξι μήνες. Περπατούσε και η σκέψη της είναι σε εκείνον. Ανέτρεχε ξανά και ξανά στη στιγμή που τον αποχαιρετούσε και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της ανακατεύονταν με τις λεπτές σταγόνες της βροχής.

Παρασκευή Φωτοπούλου

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *