Τη μέρα που γύρισα

Με ξέρεις χρόνια. Με έψαχνες μια ζωή. Τώρα που βυθίζομαι στην σκέψη σου κοιτώντας τα μάτια σου, βλέπω τις ατέλειωτες ώρες που κοιτούσες απ’ το μικρό σου παράθυρο, έξω στο χωματόδρομο αναζητώντας την σιλουέτα μου να ξεπροβάλλει. Κι εσύ, σαν την πίστη Πηνελόπη, με υπομονή και επιμονή, κάθε μέρα έραβες και ξήλωνες το πλεκτό της ζωής σου.

Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, περιμένοντας αυτήν τη σιλουέτα να εμφανιστεί απ’ το βάθος του δρόμου. Μήπως έχασε ο Οδυσσέας σου την Ιθάκη του; Αναρωτιόσουν. Σε τέτοια ερωτήματα έχανες την πίστη σου.

Και πέρασαν δεκαετίες να κοιτάζεις απ’ έξω, μέχρι που κάποια μέρα, την μια και μοναδική, δεν κοίταξες. Ήταν η μόνη φορά που έχασες κάθε ελπίδα. Και όσο δεν κοίταζες, η σιλουέτα μου εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Όσο πλησίαζε τόσο μεγάλωνε στο παράθυρο σου. Και ο ήχος από τα βήματα στα χαλίκια ακουγόταν όλο και πιο δυνατός. Τ’ άκουγες, αλλά δεν πίστευες.

Τόσα χρόνια άκουγες βήματα από περαστικούς και κλέφτες που περνούσαν έξω απ’ την πόρτα σου. Η μορφή μου κυρίευσε όλο σου το παράθυρο.Το βήμα μου σταμάτησε. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Δε με είδες, ξήλωνες πάλι τον αργαλειό σου. Σε πλησίασα, σου έπιασα το χέρι πριν ξηλώσει την τελευταία κλωστή και κοιταχτήκαμε στα μάτια.

Δημήτρης Ντούρος

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει