Αυτοί που έφυγαν νωρίς
Αυτοί που έφυγαν νωρίς…
Αυτοί που δεν ξόδεψαν μια τελευταία ματιά γι΄αυτούς που πίσω τους στάθηκαν να τους κοιτούν με μάτια απελπισμένα. Αυτοί που δεν νοιάστηκαν για τα όσα, σε κρύπτες μυστικές, φυλάχτηκαν για να τους δοθούν μια νύχτα κάτω από έναν έναστρο ουρανό. Αυτοί που κουράστηκαν να τους αγαπάνε και θέλησαν να ” αναπνεύσουν”, λες και η αγάπη δεν είναι η ίδια οξυγόνο. Αυτοί που χάρισαν ένα χαμόγελο επιφανειακό και ξεθωριασμένο τη στιγμή που κάποιος είχε ανάγκη να περπατήσει σε ουράνια τόξα.
Που έδωσαν ένα χάδι ανούσιο και τυπικό για να είναι συμφιλιωμένοι με τη συνείδησή τους όταν θα ζητάνε σαν απατεώνες επαίτες. Αυτοί που τσαλάκωσαν και πέταξαν στον κάδο των αχρήστων καταθέσεις ψυχών σαν διαβασμένη παλιά εφημερίδα. Και αυτοί που , όταν ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα τους, έμειναν αμίλητοι μην τυχόν και ακούσει ο έρωτας και εισβάλλει στην άδεια τους ζωή. Θα ήταν τραγικό ! Θα την γέμιζε επικίνδυνα ! Μπορεί και να τη βύθιζε σε ωκεανούς αγάπης, επίφοβο αυτό για κάποιον που έχει μάθει να πλατσουρίζει σε ρηχά νερά…
Αυτοί που φοβήθηκαν να νοιώσουν. Που έπαιξαν τα συναισθήματα των άλλων στα δάχτυλα του ενός χεριού σαν επιδέξιοι ταχυδακτυλουργοί. Αυτοί που αγνόησαν κάποιον που ψιθύριζε ένα βράδυ γιατί φοβόταν μήπως ξυπνήσει τους φόβους τους. Αυτοί που δεν εκτίμησαν ένα δάκρυ που κύλησε και σκουπίστηκε αμέσως μην ενοχλήσει με την παρουσία του, που δεν άκουσαν ένα στόμα που φώναζε ενώ ήταν σιωπηλό, που γέλασαν ειρωνικά τη στιγμή μιας ανατολής. Που δεν δόθηκαν ποτέ και σε κανέναν. Που δεν αγκάλιασαν, δεν φίλησαν, δεν θέλησαν ποτέ με την ψυχή τους.
Είναι αυτοί που θα επιστρέψουν. Που πάντα θα επιστρέφουν. Που πάντα θα πετάνε την κατάθεση ψυχής σου σαν διαβασμένη, παλιά εφημερίδα. Που θα μένουν αμίλητοι και ασάλευτοι πίσω από κλειστές πόρτες , μέσα σε σκοτεινά σπίτια. Που ποτέ δεν θα σου χαρίσουν ένα ουράνιο τόξο να περπατήσεις μία ασπρόμαυρη μέρα. Είναι αυτοί που πρέπει να λυπάσαι. Είναι οι μόνοι. Οι παγιδευμένοι. Είναι αυτοί που πάντα θα μένουν έξω απ΄το χορό , ντροπιασμένοι που δεν ξέρουν τα βήματα και δυστυχισμένοι αφού θα έχουν χάσει τη γιορτή…”
Εύα Κοτσίκου