Αφιερωμένο στους άδοξους έρωτες που δεν ήταν γραφτό να έχουν αίσιο τέλος
Το φως που περνούσε από τις γρίλιες του παράθυρου την ξύπνησε. Χτύπησε πάνω στα μάτια της που ανοιγόκλεισαν με κόπο. Πονούσαν. Ένιωθε τα βλέφαρά της βαριά, πρησμένα. Δεν κινήθηκε. Έμεινε πεσμένη μπρούμυτα, έτσι όπως ρίχτηκε στο κρεβάτι της χθες βράδυ κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Κάποια στιγμή την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της άλλη μια φορά. Ένας οξύς πόνος στα μηνίγγια την έκανε να μορφάσει, αλλά και πάλι δεν κινήθηκε. Ένιωθε να έχει χωθεί μέσα στο στρώμα, τη μόνη αγκαλιά που τη δέχτηκε αδιαμαρτύρητα και σιωπηλά στην κατάσταση που βρισκόταν χθες βράδυ. Τα μαξιλάρια ακόμα ήταν υγρά από τα δάκρυά της. Πήρε μια βαθειά ανάσα που η εκπνοή της έμοιαζε πιο πολύ με αναστεναγμό. Ακολούθησε κι άλλη, κι άλλη. Ο αέρας που μπήκε στα πνευμόνια της, έδωσε ζωή στο ακίνητο σώμα της. Ανασηκώθηκε.
Με κινήσεις αργές και χείλη σφιγμένα σηκώθηκε και σέρνοντας τα βήματά της έφτιαξε καφέ και κάθησε στον καναπέ του σαλονιού της με εμφανή παραίτηση. Ήπιε μια γουλιά από το σκούρο υγρό που έβαλε στην κούπα της. Σκέτος, δυνατός για να συνέλθει. Ωστόσο δεν ένιωσε την πίκρα του. Το στόμα της ήταν ήδη πικρό, μα πιο πολύ η καρδιά της.
Με βλέμμα θολό από δάκρυα που ήταν έτοιμα να τρέξουν ατένισε το δωμάτιο, αλλά δεν έβλεπε. Εικόνες ξεπηδούσαν από τη μνήμη της κι ενσαρκώνονταν μπροστά της. Κι εκείνη βουβός θεατής κρυμμένη στα παρασκήνια.
Είχε μπει στο αυτοκίνητό της κρυφογελώντας σαν τα παιδάκια που ετοιμάζονται για σκανταλιά. Σήμερα ήταν τα γενέθλια του αγαπημένου της, 7/8. Επίσης έξι μήνες πριν είχαν γνωριστεί. Τι παράξενος τρόπος αλήθεια η συνάντησή τους. Σηκωτή σχεδόν ήρθαν και την πήραν οι φίλοι της για το σπίτι του Νικήτα όπου θα γιόρταζαν την αποφοίτησή τους. Πτυχιούχοι πλέον όλοι τους της Νομικής Σχολής ΑΠΘ.
Η Χριστίνα δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση. Ίσως έφταιγε ο πρόσφατος χωρισμός της με το Νίκο, έναν συμφοιτητή της, που μία εβδομάδα πριν εξαφανίστηκε χωρίς μια λέξη, ένα αντίο. Το επιχείρημα όμως πώς πολλοί θα επέστρεφαν στη γενέτειρά τους και θα χωρίζονταν οι δρόμοι τους, την έκαναν να τους ακολουθήσει. Όσο κι αν προσπαθούσε να ευθυμήσει δεν τα κατάφερνε. Κάποια στιγμή βγήκε στο μπαλκόνι μ’ ένα μπουκάλι βότκα. Ούτε κατάλαβε για πότε σωριάστηκε.
Ο Χρήστος με τη Λένα που έβγαιναν κι αυτοί στο μπαλκόνι εκείνη την ώρα ψάχνοντας μέρος για να απομονωθούν πρόλαβαν και την έπιασαν πριν χτυπήσει το κεφάλι της στο πάτωμα.Ο πρώτος που αντίκρισε όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν ο γιατρός που φώναξαν τα παιδιά.
-Τρόμαξες τους φίλους σου απόψε μικρή μου, της είπε. Θέλει ρέγουλα το ποτό, χαμογέλασε.
Αυτό το χαμόγελο! Τη σαγήνευσε. Κι αυτά τα μάτια, δυο θάλασσες γαλάζιες που έμελλε να την ταξιδέψουν.
Ο Γιώργος Πολίτης, διακεκριμμένος καρδιολόγος, καθόταν τώρα απέναντί της πίνοντας καφέ κι εκείνη ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι δέχτηκε την πρόσκλησή της για να τον ευχαριστήσει που την <έσωσε> εκείνο το βράδυ της κραιπάλης της.
Ένα σκίρτημα δειλό, σχεδόν ανεπαίσθητο, που ένιωσε αντικρίζοντάς τον χωρίς να έχει καλά καλά συνέλθει από τη λιποθυμία της, άρχισε να φουντώνει καθώς περνούσαν οι μέρες και οι συναντήσεις τους επαναλαμβάνονταν όλο και πιο συχνά. Κάθε φορά που τον συναντούσε ένιωθε το στόμα της να στεγνώνει, η καρδιά της πάλλονταν τόσο δυνατά λες και θα έβγαινε από το στήθος της, ενώ ένας κόμπος στο στομάχι πολλές φορές ανέβαινε στο λαιμό της κάνοντας τη φωνή της να τρέμει, όταν μιλούσε.
Κι έρχονταν τότε τα φιλιά του να δροσίσουν τα χείλη της, να ζεστάνουν την καρδιά της, να τη γαληνέψουν κάθε φορά που κούρνιαζε στην αγκαλιά του. Κι όταν έσμιξαν οι δυο τους φαντάστηκε πως ζούσε ένα όνειρο. Η διαφορά ηλικίας, εκείνος 39, εκείνη 23, δεν την πείραζε καθόλου κι απ’ ό,τι καταλάβαινε ούτε τον αγαπημένο της. Το έβλεπε. Την ήθελε σαν τρελός, έμοιαζε να τη λατρεύει, ν’ αγαπάει καθετί που την αφορούσε. Μαζί της, έλεγε, ένιωθε παιδί! Το διαμέρισμά της ήταν η φωλίτσα τους. Έτσι το αποκαλούσε.
Σήμερα λοιπόν στα γενέθλιά του σκέφτηκε να αλλάξει το σκηνικό κάνοντάς του έκπληξη στο δικό του χώρο που όπως συνειδητοποίησε δεν τον γνώριζε μέχρι την ώρα που το βρήκε ψάχνοντας στο διαδίκτυο. Ήταν όμως τόση η χαρά της που δεν έδωσε σημασία σ’ αυτή τη λεπτομέρεια!
Στρίβοντας στη σωστή οδό σκεφτόταν την έκφρασή του από την έκπληξη που είχε ετοιμάσει και το χαμόγελο στα χείλη της όλο και μεγάλωνε. Προσπέρασε τον αριθμό που έψαχνε καθώς δεν έβρισκε κάπου να παρκάρει. Και τότε ήταν που το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Πάτησε απότομα φρένο προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που είδε πριν λίγο.
Το αυτοκίνητο που ακολουθούσε παραλίγο να πέσει πάνω της. Ο οδηγός του την προσπέρασε κορνάροντας μακρόσυρτα και σίγουρα βρίζοντάς την. Έβγαλε αλάρμ και σταμάτησε λίγο πιο αριστερά για να μην εμποδίζει την κυκλοφορία. Μετακίνησε τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου της ώστε να βλέπει καλύτερα πίσω δεξιά της. Ναι δε γελάστηκε! Ο Γιώργος! Στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου κοιτάζοντας το κινητό του όταν πίσω του έτρεξε και κρεμάστηκε στην κυριολεξία από τον ώμο του μια μικροκαμωμένη γυναίκα τη στιγμή που η Χριστίνα περνούσε από μπροστά τους.
Ήταν αδύνατη σχετικά με μακριά μαύρα μαλλιά σχεδόν στην ηλικία του. Κι εκείνος μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Τώρα παρατηρώντας τους από τον καθρέφτη έβλεπε πως φιλιούνταν σαν έφηβοι. Την είχε σηκώσει μάλιστα στα χέρια του κλείνοντάς την στην αγκαλιά του. Ο Γιώργος! Ο δικός της Γιώργος! Δεν έμεινε να δει περισσότερα. Ξεκίνησε με ταχύτητα και οι ρόδες στρίγγλισαν καθώς έστριβε αριστερά στον πρώτο δρόμο που βρήκε. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Τόση υποκρισία; Γιατί;
Δεν άργησε να μάθει. Έψαξε, ρώτησε. Ο Γιώργος ήταν παντρεμένος! Πόσο ανόητη είχε σταθεί. Σαν να διαλύθηκε μια ομίχλη γύρω της και είδε καθαρά. Πολλές ήταν οι φορές που άλλαζε ή ακύρωνε τα ραντεβού τους, βρίσκονταν πάντα στο δικό της χώρο ενώ τη διεύθυνση του σπιτιού του τη βρήκε τη μέρα της έκπληξής της που τελικά έγινε δική του έκπληξη προς εκείνη. Δεν απάντησε στις απανωτές του κλήσεις τις επόμενες μέρες, ούτε και στα μηνύματά του. Δεν άνοιξε την πόρτα της όσο κι αν τη χτυπούσε και φώναζε πως δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά της.
Ο Νικήτας με την κολλητή της τη βρήκαν στο πάτωμα σπάζοντας την πόρτα του διαμερίσματός της. Η Χαρά φίλες από τη μέρα που πάτησε το πόδι της στη Θεσσαλονίκη είχε αναστατωθεί όταν άκουσε τη φίλη της να μιλά παράξενα σε κάποια τους τηλεφωνήματα, ιδιαίτερα όταν έκλεισε και όλους τους λογαριασμούς της στο διαδίκτυο και απενεργοποίησε το κινητό της. Ευτυχώς είχε ειδοποιήσει και ασθενοφόρο, ίσως από διαίσθηση. Χάπια και αλκοόλ βρέθηκαν δίπλα της καθώς και ένα γράμμα με παραλήπτη το Γιώργο. Βγαίνοντας από την πολυκατοικία τον είδε που ερχόταν να χτυπήσει την πόρτα της Χριστίνας για πολλοστή φορά. Του το πέταξε στα χέρια εμποδίζοντάς τον να πλησιάσει την ώρα που τη μετέφεραν οι νοσηλευτές. Φαινόταν να τα έχει χαμένα.
Λίγο μετά που έφυγε το ασθενοφόρο ο Γιώργος καθισμένος στα σκαλιά της πολυκατοικίας έκλαιγε σα μικρό παιδί διαβάζοντας το φάκελο που του είχε πετάξει η Χαρά:
” Το καλοκαίρι σε λίγο θα μας αποχαιρετήσει. Μαζί μ’ αυτό σ’ αποχαιρετώ κι εγώ. Ζέστανες την καρδιά μου κι από την πρώτη φορά που συνάντησα τα μάτια σου σ’ ερωτεύτηκα παράφορα. Τα χείλη σου μ’ έκαναν να ριγώ όπου ακουμπούσαν, το φιλί σου καυτό μ’ έκαψε ολόκληρη όταν σου παραδόθηκα. Έρωτας γλυκός μαζί και παθιασμένος. Μ’ ανέβασες ψηλά για να με γκρεμίσεις στα Τάρταρα με τις ψευτιές σου. Τόσο σάπιος, τόσο τιποτένιος, τόσο άνανδρος. Δεν υπάρχω πλέον, δε ζω. Με σκότωσες.”
Τσαλάκωσε το χαρτί σκύβοντας το κεφάλι πάνω στα γόνατά του. Απ’ ό,τι έμαθε αργότερα η Χριστίνα γλίτωσε στο πάρα πέντε. Δεν την αναζήτησε. Ίσως από ενοχές, ίσως από φιλότιμο.
Λίνα Κατσίκα