Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι;

Θέλεις να παίξουμε; Ένα παιχνίδι φαντασίας. Από εκείνα που μαντεύεις το σκοπό τους. Που δε στηρίζονται σε νόμους και κανόνες. Από εκείνα που δεν καταλήγουνε ποτέ σε κάποιον τίτλο ηττημένου ή νικητή. Δεν τους αρέσουνε οι τίτλοι. Δε βάζουνε ταμπέλες στους παίχτες τους.

Θέλεις να παίξουμε; Ένα παιχνίδι που θα το ξέρουμε μονάχα εσύ κι εγώ. Δε χρειαζόμαστε συμπαίκτες. Δε χρειαζόμαστε θεατές στο παιχνίδι μας. Θα αρπάξουν, με θράσος, το εισιτήριο που κέρδισε η Φαντασία στο προηγούμενο παιχνίδι της, με τη Λογική.

Άκουσέ με! Μονάχα εσύ κι εγώ. Θέλεις να παίξουμε; Κράτα εσύ τα ζάρια. Μην ψάχνεις για πιόνια. Δεν υπάρχουνε πιόνια σε αυτό το παιχνίδι. Τα πήρε μαζί της η Λογική σαν υποχώρησε, ηττημένη.

Μονάχα πρέπει να μου υποσχεθείς, πως δε θα παίξεις για τη νίκη. Μονάχα πρέπει να μου υποσχεθείς, πως δε θα κλάψεις για την ήττα. Γιατί, ξέρεις, καμιά φορά τα δάκρυα, ξυπνούν τους απεσταλμένους δράκους της Λογικής που παλεύει να κρατήσει κοιμισμένους, με τα όμορφα νανουρίσματά της, η Φαντασία.

Μην τους ξυπνάς! Θα καθίσουμε σ’ εκείνο το βραχάκι, δίπλα στη μυστική λιμνούλα, του δικού μας δάσους. Εκεί που οι άσχημες μάγισσες, με τα μεγάλα, μαύρα καπέλα τους και τα γαμψά τους νύχια, δίνουν τα χέρια με τις όμορφες νεράιδες και υπογράφουν συμφωνίες με τα παράξενα ξωτικά που ξεπετάγονται από τους θάμνους.

Και τότε, η Φαντασία, θα ξεκινήσει το ταξίδι της, κρατώντας στα χέρια της, σφιχτά, το ακριβό εισιτήριο που της χάρισε η νίκη. Όχι με πανηγυρισμούς και ζητωκραυγάσματα. Όχι. Σιωπηλή. Σιωπηλή κι αξιοπρεπής. Όπως ακριβώς συνήθιζε να παραμένει σε κάθε της μυστικό ταξίδι. Σιωπηλή Διακριτική.

Εσύ κι εγώ, θ’ ακολουθήσουμε τα βήματά της. Μην ανοίξεις τα μάτια σου. Θα προσκαλέσεις τη Λογική. Παραμονεύει, πίσω από κάθε δέντρο που πλησιάζεις, προσπαθώντας να κρυφακούσει έστω και μία λέξη από τη συμφωνία, με σκοπό να διακόψει το ταξίδι σας.

Θέλεις να παίξουμε; Κλείσε τ’ αυτιά σου. Μην ακούς τις σειρήνες. Άκου, μονάχα τη σκέψη σου. Τη μυστική φωνή της Φαντασίας άκου… θα περπατήσουμε στα σκοτεινά μονοπάτια του δάσους. Σ’ εκείνα που φωτίζονται μονάχα τη νύχτα, από το φως του φεγγαριού και χάνονται τα ίχνη τους τη μέρα. Θα ακούσουμε τη μελωδία του ανέμου. Εκείνη που χαϊδεύει μονάχα τα δικά μας αυτιά και συνοδεύει τα δικά μας ταξίδια. Εκείνη που ξέρει να γράφει πάνω στις νότες των άσχημων μελωδιών που εκπέμπουν οι σειρήνες.

Κάθε νότα και μία αφορμή για νέες περιπλανήσεις. Κάθε νότα, η έναρξη ενός νέου παραμυθιού. Κάθε νότα, και μία αφορμή γι’ αναζήτηση χαμένων ηρώων, που λησμονήθηκαν από τη μνήμη. Θα πιαστούμε απ’ τα σχοινιά που θα μας πετάξουνε τ’ αστέρια. Θα σκαρφαλώσουμε ψηλά. Θα γίνουμε ένα με τ’ αστέρια. Θα γίνουμε, άστρα φωτεινά! Και τότε, με πικρία, θα αντιληφθείς, πόσο ανύπαρκτο θα είναι το φως που θα εκπέμπεις, ανάμεσα στην ανυπαρξία που εκπέμπουν οι δυνατοί προβολείς.

Έπειτα, θα ζωγραφίσουμε τα δικά μας αστέρια. Τα δικά μας ανύπαρκτα – υπαρκτά αστέρια, στα δικά μας παραμύθια. Να μοιράζουν το φως τους, στους δικούς μας, σκοτεινούς ουρανούς. Θα γίνουν οι βάρκες μας, στις δικές μας βαρκάδες. Κι όταν κάποτε, φτάσουμε στο φεγγάρι, μη διστάσεις να κοιτάξεις το βλέμμα του.

Αλήθεια, το θυμάσαι εκείνο το βλέμμα, που ακολουθούσε τα παιδικά σου βήματα; Σ’ εκείνο που πίστευες και στήριζες τα όνειρά σου. Κι αν το δεις βουρκωμένο, μη διστάσεις να σκουπίσεις το δάκρυ του. Μην το αφήσεις άλλο να κυλά. Θα γίνει δυνατή βροχή και θα μουσκέψει τα μονοπάτια σου. Τα μονοπάτια θα γίνουν ποτάμια.

Ολάκερο το δάσος, μία τεράστια λίμνη, με τις μάγισσες να προσπαθούν να πνίξουν τις νεράιδες στα θολά νερά της. Κι όταν κάποτε φτάσουμε στο φεγγάρι, μη διστάσεις ν’ αποδεχτείς τον πόνο του. Θα σου τον μαρτυρήσει η Λύπη, σα θα σε πλησιάσει, συνοδευόμενη απ’ την Απογοήτευση.

Τα χείλη της, θα στάζουν λέξεις, πικρές. Τα λόγια της, θα μιλούν για καημό. Κι όταν κάποτε φτάσουμε στο φεγγάρι, μη διστάσεις να του πεις: “Θέλεις να παίξουμε; Ένα παιχνίδι φαντασίας. Από εκείνα, που μου ‘μαθες σαν ήμουνα παιδί. Που δε στηρίζονται σε επίγειους νόμους και κανόνες. Από εκείνα, που δεν καταλήγουνε ποτέ, σε κάποιον τίτλο ηττημένου ή νικητή. Κοίτα με. Δεν εχω πιόνια. Δε μου χρειάζονται τα πιόνια. Τα χάρισα στη Λογική. Σ’ εκείνη που υποστηρίζει, κρυφά, το παράλογο και καταρρακώνει τη Φαντασία, καρφιτσώνοντας επάνω της, την ετικέτα της ουτοπίας. Έλα να παίξουμε. Τι κι αν κλάψουμε για την ήττα μας; Σίγουρα, θα έχουμε φτάσει στο σκοπό μας”.

Ελίνα Δερμιτζούγλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια σκέψη για “Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι;”