Θυμάσαι;

Ήμασταν δεν ήμασταν 16, θυμάσαι; Τρέχαμε στη χιονισμένη πλαγιά και βυθίζονταν τα πόδια μας μέχρι το γόνατο στο χιόνι. Παίζαμε χιονοπόλεμο και μ’άφηνες να σου πετώ τις πιο πολλές χιονόμπαλες. Και γέλαγες, γέλαγες δυνατά κι αντιλαλούσε γάργαρο το γέλιο σου, θυμάσαι;

Με κορόιδευες που κοκκίνιζε η μύτη μου από το κρύο κι εγώ έκανα πως σου μούτρωνα σαν κακομαθημένο παιδί. Με τύλιγες τότε με το κασκόλ σου κι ας κρύωνες εσύ. Κι ύστερα στο καταφύγιο αγκαλιά μπροστά στο τζάκι έβγαζες από την τσέπη σου ζαχαρωτά και κάστανα κι έδινες σε μένα τα πιο πολλά, θυμάσαι;

Σαν άνθιζαν οι μυγδαλιές ανέβαινες να μου κόψεις τα πιο ωραία άνθη τους να στολίσεις τα μαλλιά μου. Κι εγώ έτρεμα που σ’έβλεπα να σκαρφαλώνεις ψηλά και πετάριζε η καρδιά μου σε κάθε κλαδάκι που έσπαγε, από φόβο μη μου πέσεις, θυμάσαι;

Μου πετούσες χαμόγελα κι άπλωνα τα χέρια μου να τ’ αγγίξω, να τα κρύψω, μην τα δει κανείς και μου τα κλέψει. Και πλέκαμε στεφάνια από λουλούδια και κυλιόμασταν στα λιβάδια και ήταν κήπος ολάνθιστος τα συναισθήματά μας. Κυνηγιόμασταν στα χωράφια, τα σπαρμένα με ηλιοτρόπια. Φώναζες τ’όνομά μου κι εγώ κρυβόμουν. Τρόμαζες, θυμάσαι; Αμέτρητα τα πρωινά που βουτούσαμε ψηλά από το βράχο στη θάλασσα, το κάστρο μας το απόρθητο.

Οι δυο μας, κανείς άλλος. Μου κράταγες το χέρι, πάντα, για να με τραβάς στην επιφάνεια. Βρεγμένα τα σώματά μας, βρεγμένη και η ψυχή που τη στέγνωναν οι αγκαλιές και τα φιλιά σου, θυμάσαι; Τα βράδια ανάβαμε φωτιά στην παραλία και χαζεύαμε την απεραντοσύνη του έναστρου ουρανού, το δρόμο του φεγγαριού στη θάλασσα και κάναμε ευχές στα πεφταστέρια.

“Πάντα μαζί” μου έλεγες, “για πάντα”, θυμάσαι; Και τρέχαμε μες στη βροχή σαν έπιαναν οι πρώτες μπόρες, έχοντας για ομπρέλα το σακάκι σου. Γινόμασταν μούσκεμα μα δεν μας ένοιαζε. Τσαλαβουτούσαμε στα νερά και οι περαστικοί μας κοίταζαν σαστισμένοι. Κι εμείς γελούσαμε με την αμηχανία τους. Κι ένα απόγευμα-θυμάσαι;-καθόμασταν στο πάρκο σ’ ένα παγκάκι. Μου κράταγες το χέρι. Φλόγιζε τη δύση του ο ήλιος, φλόγα δυνατή σιγόκαιγε από καιρό μέσα μου για ν’αφήσει στο τέλος αποκαΐδια.

Σωρός τα κιτρινωπά φύλλα γύρω μας, σωρός και οι ερωτήσεις μου: “Γιατί”; απανωτά κι απεγνωσμένα. Δε μιλούσες. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου, χοντρές και οι στάλες της βροχής που άρχισαν να πέφτουν. Πήγες να μ’ αγκαλιάσεις και σ’έσπρωξα. Ο εκκωφαντικός ήχος του κεραυνού που ακούστηκε κάλυψε αυτόν του χαστουκιού στο μάγουλό σου. Δεν αντέδρασες. Ούτε κι όταν σηκώθηκα, θέλοντας ν’απομακρυνθώ όσο γίνεται πιο γρήγορα από σένα.

Έμεινες ασάλευτος στη θέση σου να με κοιτάς να φεύγω. Και η βροχή δυνάμωνε, όπως και οι λυγμοί που τράνταζαν το στήθος μου. Γινόμουν μούσκεμα, μα δεν ήσουν εκεί ν’απλώσεις το σακάκι σου να με σκεπάσεις. Αιμορραγούσα, μα δεν ήσουν κοντά μου να κλείσεις την πληγή μου. Θυμάσαι άραγε;

Λίνα Κατσίκα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *