Το κορίτσι που ξέχασα πίσω μου”

Στη Δημοφώντος 101-103, στα Άνω Πετράλωνα, έχω ξεχάσει τον μικρότερο εαυτό μου.

Τον έχω αφήσει να παίζει με τις κούκλες του στο παιδικό δωμάτιο.

Ένα ψιλόλιγνο κοριτσάκι, καστανό με στρογγυλά ματάκια.

Μιλάει μόνο του και έχει απορίες.

Όλο ρωτάει και ρωτάει και τρελαίνει το κεφάλι μου.

“Πως έχασες τον δρόμο σου;” μου λέει.

“Γιατί δεν έριχνες ψιχουλάκια πίσω σου για να μπορείς να επιστρέψεις αν δεν ήθελες πια να προχωρήσεις;

Γιατί γελάς πολύ αλλά τα μάτια σου δε γελάνε;

Θα γυρίσεις να με πάρεις και μένα μαζί σου;

Χτες , είδα ένα όνειρο ότι ερχόσουνα σε μένα και…”

Πάψε πια !!!!! Σταματά, δεν αντέχω !!!

Ποτέ δε σταματάει αυτό το στόμα σου,με τυραννάς, σταματά !

Κατέβασε το βλέμμα της.Χαμήλωσε τα στρογγυλά της μάτια.

Μα δεν έκλαψε.

Μόνο συνέχισε να παίζει με τις κούκλες της.

Δε θέλω να είμαι πια εδώ, θέλω να φύγω.

Παράνοια είναι τα μάτια της τα παραπονεμένα.

 Αλλάζω σκέψη γρήγορα.

Να μαγειρέψω, να σιδερώσω, να πληρώσω τη Δ.Ε.Η. .

Να φύγω, να φύγω απο’δω να μη με βλέπει.Να μη τη βλέπω.Κλαίει.

 

” Μη με αφήνεις πάλι εδώ μόνη μου. Μείνε λίγο ακόμα”, μου λέει.

Και για να με πείσει με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί να κάτσουμε στο πάτωμα. Ξαπλώνουμε αγκαλιά. Κοιτάμε το ταβάνι.

“Κοίτα εκείνο το αστεράκι ! Μια μέρα θα του κάνω ευχή και θα του πω να πέσει για να πιάσει. Να έρθεις να με πάρεις να πάμε για παγωτό.Να συζητήσουμε και λίγο.Γιατί εσύ μιλάς πολύ αλλά δεν σε καταλαβαίνω. Και εγώ λέω πολλά μα, να, που σε κουράζω.

Να τα πούμε ήρεμα, να θυμηθείς ποια είμαι.”

Της το υποσχέθηκα.Θα πήγαινα.Κάποια μέρα θα μάζευα όλα μου τα κουράγια και θα πήγαινα.

Όχι τώρα.

Κάποια στιγμή.Θα ξεκινούσα από το τωρινό μου σπίτι και καθώς προχωρούσα προς την Δημοφώντος, θα σκότωνα έναν- έναν τους δαίμονές μου όλους και θα πήγαινα. Όχι τώρα. Κάποια στιγμή.

Την άφησα μπροστά από το σαλονάκι του χωλ με την κουκλίτσα της στα χέρια να με χαιρετάει σιωπηλά.

Τα φώτα ήταν σβηστά. Πάντα ηταν σβηστά όταν πήγαινα εκεί.

Από τον φωταγωγό της κουζίνας ακούστηκαν κάτι γέλια απόκοσμα  και κάτι κλάματα γοερά. Κάτι σιωπές που φώναζαν. Και κάτι λόγια πνιγμένα και θαμμένα κάτω από γλώσσες πριν ξεστομιστούν. Έφυγα. Την τελευταία ματιά δεν της την χάρισα.

Δεν τόλμησα. Έφυγα. Και άφησα σε εκείνο το τριαράκι,στη Δημοφώντος 101-103 ,στα Άνω Πετράλωνα τον μικρότερο εαυτό μου, παρέα με κάτι παλιά, κιτρινισμένα και χαμένα όνειρα…

Εύα Κοτσίκου

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *