Από βασίλισσα σταχτοπούτα
Στο τέλος της μέρας ο διακόπτης γυρνάει.
Οι φωνές ησυχάζουν.
Τα φώτα σβήνουν.
Τα νευρικά γέλια παύουν να ηχούν.
Τα επιτηδευμένα χαμόγελα παγώνουν στα χείλη.
Στο τέλος της μέρας το πολύχρωμο σκηνικό αλλάζει.
Μπαίνουν μέσα βιαστικά δύο σκιές και σέρνουν τα πλουμιστά και βαριά έπιπλα και το μόνο που αφήνουν στη σκηνή είναι ένα παλιό, σιδερένιο κρεβάτι με ανάκατα λευκά σεντόνια.
Στο τέλος της μέρας δεν είμαι πια βασίλισσα.
Βγάζω βιαστικά το χάρτινό μου στέμμα και το πετάω σε μια καρέκλα.
Σκουπίζω με τα χέρια το κόκκινο κραγιόν μου να φύγει, δε το θέλω, σαν αίμα είναι πάνω στα χείλη μου από τα ψέματα που είπα.
” Είμαι καλά”, “Δεν έχω τίποτα”, “Δεν πονάω”.
Κοιτάω στον καθρέφτη.
Πόσο αστείο μοιάζει αυτό το ρούχο επάνω μου, πόσο άτσαλα φορεμένο στο κορμί μου, κεντημένο με σιωπές και απουσίες, ραμμένο με φόβους και πληγές. Το πετάω.
Και τώρα, ολόγυμνη, η ψυχή μου μπροστά στον καθρέφτη χωρίς στολίδια, χωρίς φτιασίδια με κοιτάει κατάματα.
Ντρέπεται, κλαίει, τρέμει, κρύβεται πίσω από δύο χέρια όπως τα μωρά όταν φοβούνται.
Τρέχει και παίρνει τα κουρέλια της από το πάτωμα να καλύψει αυτή τη γύμνια, να πάψει να νιώθει ενοχή, να μην ντρέπεται, να μην κρυώνει.
Τώρα πια δεν είμαι βασίλισσα.
Η σιγουριά στραπατσαρίστηκε και η αυτοπεποίθηση έβγαλε τη μάσκα της.
Είμαι μικρή. Πολύ μικρή. Τόση δα.
Ένα κορίτσι με κουρέλια στο κορμί και μια καρδιά με μπαλώματα στα χέρια.
Με λυμένα, αχτένιστα μαλλιά και μια λύπη στα μάτια.
Είμαι μικρή. Μισή. Τόση δα.
Δεν είμαι πια βασίλισσα.
Τρέχω στο παλιό, σιδερένιο κρεβάτι με τα ανάκατα λευκά σεντόνια.
Κλείνω τα μάτια να μη με βλέπω.
Κλείνω τα αυτιά να μην ακούω το κλάμα μου.
Κουλουριάζομαι σε στάση εμβρυακή και αποκοιμιέμαι.
Σιγοψιθυρίζω με λυγμούς μέσα στον ύπνο μου: ” Καληνύχτα Σταχτοπούτα”.
Εύα Κοτσίκου