Ονειρέψου

Φύγε…

Τόλμα…

Δραπέτευσε…

 

Δραπέτευσε,

από τα σκοτεινά σοκάκια που τριγυρίζεις

και στο μόνο δρόμο που σε οδηγούν,

ειναι άλλα σοκάκια, σκοτεινά.

 

Τόλμα,

να κόψεις τα σιδερένια κάγκελα

που σ’ εγκλωβίζουν

και φύγε μακριά.

Όσο μπορείς πιο μακριά από αυτά.

 

Τρέξε, σου λέω.

Τρέξε.

Mε όλη τη δύναμη που έχεις στα πόδια σου.

Τρέξε.

 

Και μη γυρίσεις το κεφάλι να κοιτάξεις πίσω.

Ούτε για μια στιγμή.

Mη φοβάσαι.

Δεν αφήνεις τίποτα σπουδαίο.

Δε χρειάζεται να πάρεις ούτε καν ενθύμιο μαζί σου.

Mην το κάνεις.

Ακόμα κι αν σου δώσουν.

Mην το πάρεις.

 

Απλά, τρέξε…

Το μόνο που πρέπει να κάνεις.

Τρέξε…

Τόσο εύκολο.

 

Ξέρω,

σου ειναι οικεία τα σοκάκια.

Τόσο στενά,

σου δίνουν την αίσθηση πως αγκαλιάζουν το κορμί σου.

Νιώθεις εκείνη την ασφάλεια που πρόσφεραν τα μαλακά ρούχα,

σαν έντυναν το βρεφικό κορμί σου,

εμποδίζοντας τον άγνωστο, γι’ εσένα, αέρα, να σ’ αγγίξει.

 

Έτσι δεν ειναι;

 

Όμως εκείνα ήταν ρούχα και ήταν μαλακά.

Και σε προστάτευαν.

Τώρα;

 

Τώρα υψώνονται, τριγύρω σου,

πέτρινοι τοίχοι και σιδερένια κάγκελα.

 

Πέτρινοι…

Σιδερένια…

 

Τόσο ψηλά,

που είναι σα να σου κόβουν την ανάσα.

Και δε σε προστατεύουν από τον αέρα.

Σου στερούν τον αέρα.

 

Και τα σοκάκια είναι τόσο στενά,

που όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότερο, στενεύουν.

 

Mη μένεις κι άλλο.

Φύγε…

Τρέξε…

Θα συντρίψουν το κορμί σου.

Άκουσέ με.

 

Κι είναι τόσο σκοτεινά.

Πολύ σκοτεινά.

Ίσως γι’ αυτό δε βλέπεις και τα κάγκελα.

 

Και βλέπεις, δε σε βγάζουν πουθενά.

(Mα τι λέω;

Πού να δεις μες στο σκοτάδι;)

Σε κάποιο σταυροδρόμι, ας πούμε,

που έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις.

Σε κάποιο λιμάνι με πολλά πλοια,

που θα σε περιμένουν να ταξιδέψεις με κάποιο από αυτά

ή σε μια μεγάλη λεωφόρο.

 

Το ένα σοκάκι σε οδηγεί σε κάποιο άλλο σοκάκι.

Κι εκείνο, με τη σειρά του, σε κάποιο τρίτο

που σε ξαναγυρίζει σε αυτό που βρισκόσουν  στην αρχή,

για να ξαναπάς στο επόμενο, ίδιο σοκάκι…

 

Φτάνει πια!

Κουράστηκα να σε κοιτάζω.

Mα δεν το βλέπεις;

 

Είναι γιατί φοράς ακόμα,

εκείνα τα μεγάλα, μαύρα γυαλιά.

Αυτά που σου έδωσαν για να καλύψεις το χρώμα των ματιών σου.

Ήταν πολύ φωτεινό μες στο σκοτάδι.

 

Ήρθε, λοιπόν η στιγμή να τα βγάλεις

Δεν το καταλαβαίνεις;

Δεν είναι δικά σου.

Δε σου ταιριάζουν καν.

Σου τα έδωσαν κι αυτά.

 

Bγάλτα.

 

Κι αφού τα βγάλεις,

κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου.

Ονειρέψου, τοπία μαγικά…

Ονειρέψου, τοπία, φωτεινά…

Mε πολλούς και μεγαλους δρόμους, θάλασσες, ουρανούς…

Πολλούς ουρανούς,

με ήλιους, με αστέρια, με φεγγάρια…

Πολλά φεγγάρια…

Πιο πολλά κι από τ’ αστέρια.

 

Ονειρέψου…

 

Ίσως τότε δεις

ότι στενεύουν τα σοκάκια.

 

Ίσως τότε δεις

ότι τα κάγκελα υψώνονται ολοένα και περισσότερο.

 

Ίσως τότε θυμιθείς

ότι τα μαύρα γυαλιά δεν είναι δικά σου.

Δεν μπορεί να είναι δικά σου.

 

Ίσως τότε ξαναδείς το χρώμα των ματιών σου…

 

Ονειρέψου…

 

Ελινα Δερμιτζόγλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *