Ανοχύρωτα κάστρα
Για πες μου τώρα που ηρέμησαν τα πάθη, κατάλαβες ποτέ ότι σου έφερνα νερό στις χούφτες μου όταν περιπλανιόσουν στις ερήμους σου;
Ένιωσες ποτέ πως γινόμουν αέρας να αναπνέεις όταν οι σκέψεις σου, σου έπαιρναν το οξυγόνο;
Αιστάνθηκες ποτέ τον φόβο μου όταν προσπαθούσα να ημερέψω τον δικό σου; Μήπως δεν τα καταφέρω; Μήπως μου χαθείς;
Είδες καμιά φορά σε μένα εσένα όταν σε κοίταζα κατάματα;
Άκουσες που ευχήθηκα σιγανά, στη βροχή των αστεριών, να “πιάσουν” όλες οι ευχές σου;
Ψηλάφησες τα σκοτάδια μου όταν λυπόσουν και τους ήλιους μου όταν χαμογελούσες;
Θυμάσαι τότε που σε αγκάλιασα σφιχτά γιατί ήθελες να μικρύνεις , να μικρύνεις τόσο πολύ, να μπεις ξανά στη μήτρα της μάνας σου, να μη βλέπεις , να μην ακούς, να μην πληγώνεσαι, θυμάσαι;
Θυμάσαι που σε έκρυψα με τα χέρια μου σαν να ήταν φτερά γιατί δεν ήθελες να σε βρει κανείς; Θυμάσαι;
Σκέφτηκες ποτέ ότι ο γελωτοποιός σου πίσω από το ζωγραφισμένο του χαμόγελο ήταν λυπημένος;
Κατάλαβες ότι μπροστά στον πόνο της ενδεχόμενης απώλειας έκλαιγα σαν μωρό;
Εγώ, ξέρεις, άφησα όλα τα κάστρα μου ορθάνοιχτα για σένα.
Ανοχύρωτα, εκτεθημένα.
Και τους φρουρούς μου έναν-έναν τους εκτέλεσα.
Φύσηξα τις άμυνές μου και σκορπίστηκαν σαν τραπουλόχαρτα στον αέρα.
Έβγαλα την πανοπλία μου και την πέταξα σαν να ήταν παλιοσίδερα.
Και όταν ξεγύμνωσα την ψυχή μου και στην πρόσφερα επάνω στην ασπίδα μου, τότε χωρίς να παλέψω, κέρδισα την πιο σημαντική μου μάχη.
Εκείνη που κερδίζεις όταν προσφέρεσαι ανιδιοτελώς.
Χωρίς να έχεις διεκδικήσει τίποτα.
Και τότε σε εκείνη τη μάχη μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου νικητή.
Έναν νικητή που στο τέλος μένει μόνος σιγοψιθυρίζοντας στον εαυτό του:
” Κλάψε παλιάτσο!
Ο κόσμος έφυγε, τα φώτα έσβησαν, κανείς δε βλέπει…”
Εύα Κοτσίκου