Εμείς που μεγαλώσαμε ματώνοντας τα γόνατά μας στις αλάνες
Βράδυ.
Γύρω στις 23:00.
Η μέρα έχει – επιτυχώς- φτάσει στο τέλος της.
Χαλαρώνεις. Τα κατάφερες και σήμερα.
Ξύπνησες πρωί, πλύθηκες, ντύθηκες, σινιαρίστηκες, έτρεξες σε δουλειές, πήγες στη δουλειά, πήγες τα παιδιά στο σχολείο, τα πήρες πίσω, περιποιήθηκες σπίτι, οικογένεια και -αν πρόλαβες- και λίγο εαυτόν, είδες τα e-mail σου, άκουσες τα μηνύματά σου, αγχώθηκες, ξεφύσηξες κάμποσες φορές και -επιτέλους- ήρθε η ώρα της χαλάρωσης.
Η ώρα που έχεις τοποθετήσει λάπτοπ, τάμπλετ ή κινητό ευλαβικά στα ποδαράκια σου τα οποία έχεις σταυρώσει οκλαδόν στον καναπέ σου.
Γύρω σιωπή. Κοιμήθηκαν όλοι. Επιτέλους!
Ήρθε η ώρα να επικοινωνήσεις με κόσμο!
Τι κι΄αν στο δωμάτιο επικρατεί νεκρική σιγή;
Εσύ τώρα θα επικοινωνήσεις!
Μπαίνεις facebook λίγο, τσεκάρεις αρχική.
Αρχίζεις να μετράς πράσινα φωτάκια στο messenger.
Ανοίγεις “παράθυρα”. Μοιράζεις “καλησπέρες”.
Αυτό όλο μοιάζει “είδα φως και μπήκα” ένα πράγμα.
Ανοίγεις συζητήσεις.
“Μιλάς” με δύο, τρία, δέκα άτομα ταυτόχρονα.
Κάνεις πλάκα, γελάς μόνος σου, κάποιες στιγμές συγκινείσαι και κλαις.
Όλα αυτά μόνος. Κλείνεις “παράθυρα” μετά από ώρα.
Έχεις μοιράσει “καληνύχτες” και πέφτεις για ύπνο.
Κάπου εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου σου έρχεται η εικόνα σου ως παιδί.
Έχοντας ζήσει παιδικά χρόνια στη δεκαετία του ’80 και προεφηβικά στη δεκαετία του ΄90, ξέρεις καλά τι σημαίνει να μην έχεις κινητό από το δημοτικό, να μην έχεις δει ποτέ υπολογιστή από κοντά από τα 10 σου και να επικοινωνείς βγαίνοντας μόνο στα παράθυρα του σπιτιού σου φωνάζοντας καταμεσήμερο τον φίλο σου ενώ η μάνα σου δάγκωνε το χέρι της με νεύρο κάτι που ήξερες ότι σήμαινε ένα σιωπηλό:
“Ααααχ, θα σε σκοτώσω!”
Ένας μικρός αναστεναγμός το σκάει από το στήθος σου.
Θυμάσαι…Ίσως το ’90 να ήταν η τελευταία δεκαετία που πρόλαβαν τα παιδιά το κρυφτό, το κυνηγητό, τους “Κλέφτες και αστυνόμους”.
Θυμάσαι;
Κάθε φορά που έβλεπες “Στρουμφάκια” έμενες με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην τεράστια και ογκώδη τηλεόραση που σε τίποτα δεν έμοιαζε στις κομψότατες σημερινές τηλεοράσεις.
Θυμάσαι;
Ταυτιζόσουν με τους ήρωες από το ” Thundercats” και μάλωνες με την πρώτη σου ξαδέρφη για το ποια θα είναι η “Τσιτάρα.”
Δεν έχανες το “Kabamaru” και -πωπώ- τι κλάμα έριχνες με την “Candy-Candy” !
Θυμάσαι;
“Είναι στιγμές που η μοναξιά μεσ΄την καρδιά φωλιάζει…”
το τραγούδι των τίτλων.
Η “Φρουτοπία” από την άλλη σε κρατούσε σε αγωνία για το πως θα το σκάσουν από την φυλακή τα ραπανάκια και το “Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος” φρόντιζε να σε επιμορφώνει πάνω στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
“Του κουτιού τα παραμύθια” τα θυμάσαι;
“Ο Σεβαστιανός διηγείται στη γραμμή του ΣΙ και στο ΜΙ τραγουδάει παραμύθια η Μελιά”.
“Sport Billy” και “Μάγια η Μέλισσα” ,εννοείται, αναπόσπαστα κομμάτια του προγράμματος της ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2, των μοναδικών καναλιών που υφίστανται τότε.
Και όταν δεν βλέπαμε αυτό το τεράστιο κουτί που λεγόταν τηλεόραση διαβάζαμε “Μανίνα” και “Κατερίνα” τα κορίτσια και “Μλέϊκ” και “Μικρό ήρωα” τα αγόρια.
Κάθε απόγευμα,δε, απαραιτήτως, ξεχυνόμασταν στις πλατείες και αφού πίναμε “Sinalco” καθισμένοι στα παγκάκια κουνώντας νευρικά πάνω-κάτω τα πόδια – γιατί ποιος είχε χρόνο για χάσιμο; Είχαμε να παίξουμε!- μαζευόμασταν και συζητούσαμε με τι παιχνίδι θα αρχίσουμε.
Τα “Αγαλματάκια ακούνητα” ήταν πρώτα στη λίστα των προτιμήσεων.
Κάποια κορίτσια θα αντάλλαζαν μοσχομυρωδάτα χαρτιά αλληλογραφίας σε μια γωνιά ενώ κάποια αγόρια θα έπαιζαν με τάπες τις οποίες έβρισκαν μέσα σε γαριδάκια “Extra” ή “Φοφίκο”.
Τα καραμελάκια “ΡΕΖ” ήταν η αδυναμία μας και περιμέναμε ανυπόμονα να μας τα δώσει ο περιπτεράς της γειτονιάς ενώ τον πληρώναμε σε δραχμές.
Αχ δραχμές!
Ποιος φανταζόταν ότι θα μας λείψουν τόσο;
Θυμάσαι;
Θυμάσαι που η μόνο έννοια των γονιών μας ήταν μην πέσουμε και χτυπήσουμε τα γόνατα;
Θυμάσαι;
Θυμάσαι που είχαμε όλο τον χρόνο δικό μας μετά το σχολείο;
Δεν ήμασταν σαν στρατιωτάκια, ακούνητα, αγέλαστα σαν εκείνα που παίζαμε στις πλατείες, όπως τείνει να γίνει η σημερινή γενιά.
Γελούσαμε, παίζαμε στους δρόμους.
Γινόμασταν χάλια και δεν μας ένοιαζε αν λερώναμε τα καινούργια μας παπούτσια.
Δεν ήμασταν ατσαλάκωτοι. Ούτε τρέχαμε από δραστηριότητα σε δραστηριότητα.
Παίζαμε τότε, θυμάσαι;
Όχι στο τάμπλετ, στην κανονική ζωή. Έξω στον δρόμο.
Και αν η μάνα μας δεν φώναζε το όνομά μας από το μπαλκόνι δεν μαζευόμασταν σπίτι με τίποτα.
Όταν, δε, θέλαμε να μεταφέρουμε ένα μήνυμα;
Ποιο messenger ; Ποιο sms ;
Χαρτάκι χιλιοδιπλωμένο και χιλιοτσαλακωμένο στο χέρι της κολλητής και προσευχή να φτάσει στον προορισμό του και όχι σε κανά άλλο χέρι και ρεζιλευτούμε.
Η ανάρτηση της εποχής γραφόταν επάνω στα θρανία με σκοπό να την διαβάσει ο απογευματινός που καθόταν στην ίδια θέση με εμάς.
Νιώθαμε έτσι κάπως σαν να αφήνουμε το στίγμα μας σε αυτόν τον κόσμο.
Όταν θέλαμε να μιλήσουμε στην κολλητή;
Τηλέφωνο στο σταθερό που σήκωνε ο μπαμπάς της και εμείς ξεροκαταπίναμε λες πια και μας έβλεπε από την άλλη άκρη της γραμμής.
” Ε,ναι γεια σας, μήπως είναι εκεί η Μαρία;”
και δωσ΄ του οι πολύωρες συζητήσεις με τη Μαρία και δωσ΄ του να φωνάζει ο πατέρας μας “Θα έρθει φουσκωμένος ο λογαριασμός του ΟΤΕ !”
Όταν χανόταν το σήμα,δε, η λύση ήταν μία: Το μηδέν.
Εντάξει, στιλιστικά μας έλεγες και τραγικούς.
Βάτες , λαχούρια και μαλλί τίγκα στη λακ και “Flipper” ζελέ.
Όταν αυτά δεν υπήρχαν πάλι, ένα λεμονάκι έκανε τη δουλειά του στην καλοστημένη φράντζα που δεν της ξέφευγε ούτε τρίχα.
Ωραίες εποχές μωρέ, αθώες.
Ακόμα και όταν χορεύαμε τα μπλουζ στα εφηβικά πάρτυ ήταν τόσο αθώα, τόσο παιδικά.
Που είναι μωρέ τα 13άχρονα; Που κρύφτηκαν τα 15άχρονα;
Γιατί μεγαλώνουν τόσο απότομα τα παιδιά;
Γιατί μεταπηδούν μια τόσο όμορφη ηλικία και από μωρά ενηλικιώνονται αμέσως;
Η ανεμελιά που χάθηκε;
Τα δυνατά γέλια γιατί γίνανε μακρόσυρτες σιωπές μπροστά από οθόνες;
Δεν θα γράψω “εμείς ζήσαμε πιο όμορφα χρόνια”.
Δεν θα την ακυρώσω τη νέα γενιά.
Τα αγαπώ τα παιδιά και πιστεύω σε αυτά.
Θα ευχηθώ μόνο να αλλάξουν τα πράγματα και να γίνουν και πάλι ΠΑΙΔΙΑ. Με όλη την έννοια της λέξεως.
Ιωάννα Νικολαντωνάκη-Εύα Κοτσίκου