Μαριονέτα

Είμαι μια μαριονέτα ξύλινη, με κάτι σχοινιά στα άκρα μου και στο κεφάλι μου. Μια ψεύτική κούκλα, άψυχη θα τολμούσα να πω, πεσμένη στο πάτωμα, πάνω στο χαλί, με το κεφάλι να μην μπορεί να πάρει αναπνοή.

            Μα τι λέω; Οι μαριονέτες δεν αναπνέουν! Μπορώ να κάτσω χρόνια με το κεφάλι πάνω στο χαλί και να μην πεθάνω ποτέ. Κι όμως νεκρός θα είμαι. Όσο τα σχοινιά μου δεν κουνιούνται δεν εκπληρώνω τον σκοπό μου: Να είμαι μια μαριονέτα, ετεροκίνητη.

            Και τα χρόνια περάσαν, και η μαριονέτα έμενε με το κεφάλι εκεί στο χαλί, ρουφούσε τη σκόνη (αν μπορεί μια μαριονέτα να ρουφήξει) και απολάμβανε την αυτοταπείνωσή της – τον μαζοχισμό της να εξαρτάται από ένα ανθρώπινο χέρι…

            Κι ένα βράδυ (είναι ωραία τα βράδια για τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής) σκέφτηκε τα εξής: Δεν ανήκω σε κανέναν, δε μου ανήκει κανένας. Δεν προσδοκώ τίποτα, δε με περιμένει τίποτα και κανένας.  Περπατώ σαν μια μαριονέτα στους δρόμους και κάποιος Άλλος με κινεί – δεν το λες άνθρωπο όμως. Είμαι ένα αυτοκινούμενο πλάσμα, που πράττω όπως πράττω, για έναν σκοπό που με υπερβαίνει. Κι αυτή η υπέρβαση είναι η μετάβαση για να αποκτήσει η μαριονέτα… μια ψυχή.

            Και τι άλλο είναι ο άνθρωπος; Μια έμψυχη μαριονέτα άνευ σχοινιών, με σκοπό υπερβατικό, δεν επιλέγει την αυτοταπείνωση αλλά την ταπεινότητα. Μια μαριονέτα δίχως σχοινιά εκτός από έμψυχη τη λες και θεϊκή.

Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *