Άνθρωποι
Απογοητεύουν οι άνθρωποι μάτια μου. Τι κι αν τους έδειξες στοργή, τους χάρισες αγάπη. Άνοιξες τα χέρια, τους αγκάλιασες προσμένοντας το ίδιο. Δεν μπόρεσαν όμως να εναρμονιστούν μαζί σου. Κι ας ήτανε «πολύχρωμοι», «φανταχτεροί» με κόρνες και λαμπιόνια. Εικόνες-σκηνικά που έκρυβαν τα παρασκήνια. Μάσκες ομορφοστόλιστες που, όταν έπεσαν, φάνηκε η ασχήμια της ψυχής τους.
Γέλαγαν μαζί σου, μα δεν ήταν από χαρά, αλλά από την προσμονή της επόμενης θλιβερής στιγμής σου. Σε χάιδευαν παρηγορητικά, μα μέσα τους κάγχαζαν χαιρέκακα. Δεν θέλησαν ποτέ το καλό σου. Κόλακες ήταν που σέρνονταν πλάι σου, για να πάρει λίγη αξία η μίζερη ζωή τους. Κι επειδή καταλάβαιναν τη σαθρότητα της ύπαρξής τους, ότι ποτέ δεν θα στέκονταν αξιοπρεπείς και έντιμοι, δεν θα υπολήπτονταν, φρόντιζαν να δηλητηριάζουν τις χαρές σου, να υποτιμούν την αξία σου, να πολεμούν τη δύναμή σου με κάθε μέσο, κάνοντάς σε να νιώθεις μικρή, αδύναμη, αφανής.
Ευτυχώς για σένα είχες κι ανθρώπους δίπλα σου που νοιάζονταν αληθινά. Χαίρονταν στη χαρά σου κι έλαμπαν με χαμόγελα τα πρόσωπά τους. Είχες κι αυτούς που όταν σ’ αγκάλιαζαν έπαιρναν μέρος της θλίψης σου, το βάρος της ψυχής σου και την ευωδίαζαν με τα «κρίνα» της αγνής και άδολης αγάπης. Και ήταν τόση η ευωδιά που έπνιξε τα «σκουλήκια» της ζωής σου, βαλσάμωσε το φθόνο τους κι ακίνδυνα πλέον σέρνονταν χωρίς να μπορούν να σηκώσουν κεφάλι από το χώμα, το μόνο χώρο που τους ανήκει.
Λίνα Κατσίκα