Εκείνα τα βράδια
Πόσο ανούσια γίνονται τα όνειρα,
όταν σε προστάζουν
να γίνεις μάρτυρας
μιας σκηνοθετημένης Ανατολής;
Πόσο ασήμαντα τα βράδια,
οταν η επίσκεψη τους
μαρτυρά το εφήμερο;
Κι είναι, αλήθεια, κάτι βράδια,
που ξέρουν καλά,
να ζητιανεύουν τη συντροφιά σου.
Να πλάθουν παραμύθια,
δίχως τέλος
από εκείνα που
διακόπτουν την αφήγησή τους,
με το πρώτο χάραγμά της αυγής,
αφήνοντάς σε σε αναμονή,
μέχρι το επόμενο βράδυ.
Κι εσύ,
γοητευμένος και συνάμα, εξαρτημένος
από τη μοναδική αφήγησή τους,
που συγκλονίζει
ακόμα και τις ίδιες τους τις λέξεις,
δεν έχεις, παρά να προσμένεις
το πρώτο κουδούνισμα του φεγγαριού.
Άκουσα
ιστορίες πρωτάκουστες.
Τρύπωσα, δειλά δειλά,
στα παρασκήνια ενός μεγάλου θιάσου.
Έτυχε να συμμετάσχω
σε παραμύθια ξένων ηρώων.
Κρυφάκουσα
το ειρωνικό γέλιο της φαντασίας,
απέναντι στη μυθοπλασία των ονείρων.
Τώρα;
Τώρα, γιατί να τρυπώσω σε παραμύθια;
Πώς θα με πείσουν οι ρόλοι των ηρώων τους;
Πώς να γίνω ο ήρωας στο δικό μου παραμύθι;
Ποτέ δε με τρόμαζαν τα άγνωστα μονοπάτια.
Δήλωναν εξ’ αρχής τον προορισμό τους.
Οι απρογραμμάτιστες βαρκάδες,
σε ξένες θάλασσες
και οι απρόσμενες συναντήσεις
στις ακρογιαλιές τους.
Οι γνωστοί, πολύβουοι δρόμοι,
των γνωστών συνοικιών με φόβιζαν.
Ξέρουν να σε αποπλανούν
με την οικειότητά τους.
Να χαίρονται με την επίσκεψή σου
κι έπειτα,
να στιβάζουν το κορμί σου
στο μεγάλο σάκο της απογοήτευσης.
Μας μπέρδεψε ο χρόνος.
Μας ξεγέλασε με την απουσία του.
Μας πέταξε ένα καλοντυμένο παρόν
κι ύστερα μας ειρωνεύτηκε,
προβάλλοντας ένα ρακένδυτο μέλλον.
Το δικό του μέλλον.
Και κάπως έτσι,
έρχονται, ξανά και ξανά,
σχεδόν απρόσκλητα,
εκείνα τα βράδια,
που δε σε νοιάζει πια,
αν μυρίζεις το άρωμα της παρουσίας τους.
Αν γεύεσαι την πικρή ή γλυκιά γεύση
των κερασμάτων τους.
Εκείνα τα βράδια
που η αδιαφορία σου για το ταλέντο
της μυθοπλασίας τους,
γίνεται αισθητή,
ακόμα κι απ’ τον ίδιο
απεσταλμένο αφηγητή τους.
Είναι, αλήθεια, κάποιες στιγμές,
που δε σε νοιάζει για το ρόλο
που θα επιλέξουν να σου δώσουν.
Εκείνο του πρωταγνωνιστή;
Εκείνο του κομπάρσου;
Εκείνο του θεατή;
Ίδιο χειροκρότημα θα λάβεις.
Αν είσαι τυχερός
και κληρωθείς ως θεατής,
αποχωρείς με την ψυχή σου ακόμα
κουμπωμένη.
Αν πάλι έχεις την ατυχία
να πρωταγωνιστήσεις,
φεύγεις, μαζεύοντας τα κομμάτια της
στο δρόμο της επιστροφής.
Ποτέ μου δεν έγινα ζητιάνος του χρόνου.
Ποτέ μου δεν πλιάγιασα
προσμένοντας τα όνειρα.
Μα ‘γίναν τα όνειρα εφιάλτες
κι ο χρόνος,
ένας ατάλαντος σκηνοθέτης των ονείρων.
Ποτέ μου δε θέλησα να ταξιδέψω στο χρόνο.
Δεν επιστρέφοντε τα ταξίδια.
Μα ούτε και χαρίζονται.
Έγιναν τα όνειρα ξακουστά παραμύθια
μιας φαντασίας πλανεύτρας.
‘Γίναν τα όνειρα,
ψυχαναγκαστικοί ταξιδιώτες του χρόνου.
Μα ο αληθινός ταξιδιώτης έμεινε πίσω,
να προσμένει το αληθινό τρένο.
Όχι το τρένο των ονείρων του. Όχι.
Δεν ονειρεύεται πια ο ταξιδιώτης.
Ξέχασε ακόμα και τα χρώματα των ονείρων.
Μα ο αληθινός ταξιδιώτης έμεινε πίσω.
Χωρίς αποσκευές.
Τι να τις κάνει τις αποσκευές,
όταν το εισιτήριο που κρατά
δεν αναγράφει τον προορισμό του;
Όταν το μόνο χρώμα που έχει να θυμάται
από τα όνειρά του,
είναι το γκρίζο;
Κι είναι αλήθεια κάτι βράδια
που αδιαφορείς για την Ανατολή τους.
Κάποιες Ανατολές
που αδιαφορείς για τη Δύση τους.
Κάτι δειλινά
που αρνείσαι να κοιτάξεις το ρολόι σου.
Μα οι δείκτες συνεχίζουν να κυλούν,
προσμένοντας την επιστροφή σου.