Οι διαβάτες της άγριας μοναξιάς

Νομίζεις ό,τι τους ξέρεις; Πιστεύεις ό,τι τους έχεις δει; Ίσως σε κάποιο μπαρ, πίσω από ξεχασμένα τασάκια παραγεμισμένα με αποτσίγαρα, καμμένα ως τις γόπες, με την παλάμη τους να αγκαλιάζει βαριά ποτά. Ο θολωμένος τους νους, σε ιντριγκάρει. Προσπαθείς να μπεις στο μυαλό τους. Κάποιοι σου προκαλούν αποστροφή. Άλλοι πάλι, δίχως να σου χαρίσουν ούτε ένα βλέμμα, σε γοητεύουν. Μόνο που όλοι αυτοί, δεν είναι παρά ύαινες που σφετερίζονται τον τίτλο του μοναχικού διαβάτη, για να μαγνητίσουν τα βλέμματα και να προκαλέσουν συναισθήματα.

Δεν είναι αυτό οι διαβάτες της άγριας μοναξιάς, αν ο τίτλος σου έφερε στο μυαλό μια τέτοια εικόνα. Εκείνοι οι άλλοι, οι σφετεριστές του τίτλου, χρησιμοποιούν χυδαία την ύπαρξη της παγερής εκείνης κυράς, που οι ιστορίες λένε ό,τι γεμίζει με χιόνι ανθρώπινες ψυχές. Τη μισούν και την καταριούνται από μέσα τους, με τρόπο τέτοιο, ώστε να βγαίνει και προς τα έξω. Τα μάτια τους φλέγονται, επιζητώντας κάποια, έστω και εφήμερη παρουσία, να πάρει τη θέση της. Την ψάχνουν για να τη διώχνουν επιδεικτικά.

Ε, ωραία, πιο λιανά αδυνατώ να στο κάνω. Δε σου μιλάω γι’ αυτούς. Σου μιλάω για κάποιους άλλους, οι οποίοι έκαναν τη Μοναξιά, αληθινή τους φίλη κι εκείνη, άνοιξε τα χέρια και τους έχωσε στην παγωμένη της αγκαλιά, θυμίζοντάς τους μια μεγάλη αλήθεια: ουδείς πέθανε εξαιτίας της. Ακούγεται αρκετά σουρεαλιστικό, μα είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αλήθειες που αμφιβάλλω αν εδέησε κανείς να παραδεχτεί φωναχτά.

Είναι δύσκολος χαρακτήρας η κυρά Μοναξιά. Ψυχρή, απόλυτη, μονόχνοτη, μα είναι ειλικρινής με όλους και δεν κάνει διακρίσεις. Δεν την αντέχουν όλοι. Θέλει δυνατό και καθάριο νου για να μη σε εξοντώσει η παγερή κυρά. Μα σαν την κατανοήσεις και την αποδεχτείς ως έχει, με τα πολλά κουσούρια, τότε θα ανακαλύψεις και το ένα και μοναδικό της καλό. Η Μοναξιά θα είναι πάντα εκεί και κακό δε θα σου κάνει.

Ορίστε; Αοριστίες από έναν μισάνθρωπο; Βλακείες ενός πληγωμένου μισογύνη; Όχι, όχι φίλε μου, αυτή τη φορά έπεσες έξω. Απέτυχες παταγωδώς να με διαβάσεις. Δεν είμαι αυτός που θέλεις να πιστέψεις ότι είμαι. Είμαι εσύ, αν δεν το αντιλήφθηκες ακόμα. Είμαι αυτός που θα ήθελες να είσαι όσες φορές μάλωσες άσχημα. Όσες φορές βγήκες εκτός εαυτού και πήρες το αμάξι, για να καπνίσεις αχόρταγα, οδηγώντας με τέρμα το ραδιόφωνο και τα μηνίγγια σου να σφυροκοπούν στο κεφάλι σου από τα νεύρα, αλλά απέτυχες να απομακρυνθείς από την πηγή του θυμού σου, πάνω από λίγα χιλιόμετρα.

Είμαι αυτός που όταν όλος ο κόσμος καταρρέει και στα δικά του μάτια, οι δικοί του, του γυρνούν την πλάτη, εκείνος απλά χαμογελά με θλίψη και καλεί την παγερή κυρά, για να του θυμίσει κάτι απλό: μόνοι ήρθαμε και μόνοι θα φύγουμε. Όλο το ενδιάμεσο, είναι δανεικό. Αυτό κάνει η άγρια Μοναξιά, σε όσους την αποδέχθηκαν και την ασπάστηκαν. Σε χτυπάει στον ώμο σαν στοργική μητέρα κι αφού σου χαρίσει λίγο την παρουσία της, σε κάνει να νοσταλγήσεις τον κόσμο σου και σε κατσαδιάζει να γυρίσεις σε αυτόν και τους ανθρώπους που τον απαρτίζουν, επειδή είσαι άνθρωπος και ένα από τα δικά σου κουσούρια, είναι ο εγωισμός, ο οποίος άλλους τους τυφλώνει κι άλλους τους μετατρέπει σε πεισματάρηδες γάιδαρους με πόδια στυλωμένα.

Σου θυμίζει ποιοι είναι οι άνθρωποι σου και σε προτρέπει να αποδεχθείς και τα δικά τους ελαττώματα. Άλλωστε και τα δικά της ελαττώματα, τα αποδέχθηκες κάποτε, για να μπορείς να την κοιτάς κατάματα και να βαδίζεις στα χωράφια της ώστε να κάνεις δίχως λογοκρισία, την αυτοκριτική σου. Μην το παρακάνεις μαζί της, αυτό σε συμβουλεύει, γιατί κι εσύ ύαινα θα καταλήξεις, να περιπλανιέσαι έχοντας χάσει το αληθινό νόημα της ύπαρξής της, αλλά και της δικής σου.

Γύρνα στους ανθρώπους σου λοιπόν γρήγορα όταν ξεθυμάνεις και γινάτια μην κρατάς. Εκείνη δε θα πάει πουθενά. Απόλαυσε μέχρι και την τελευταία σταγόνα από όλους τους άλλους κι άφησε την να περιμένει. Είναι η μόνη δεδομένη, σαν θα την αναζητάς. Και προς Θεού, μη την πάρεις αψήφιστα. Είναι σοφότερη από’ σένα. Σαν σου λέει φεύγα, με θλίψη πίσω σε αυτήν μην κοιτάς. Όταν τη χρειαστείς θα ξαναβαδίσετε παρέα κι αμφιβολία μην έχεις… κι αν δεν τη βρεις κάποια στιγμή, μη συγκλονιστείς, επειδή σίγουρα θα ξέρει εκείνη πότε να σε βρει, και θα σε βρει όπου και να ‘σαι…

Θα έρθει να σε περιμαζέψει από ανθρώπους τοξικούς, αχάριστους και άδειους, που τα συναισθήματά σου δεν αξίζουν. Θα σε περιθάλψει και θα σε λαξεύσει σαν κομμάτι πέτρα, με τρόπο περίτεχνο για να σκληρύνεις τόσο, όσο κι όταν ο γέρο-χρόνος θα της νεύει ότι οι πληγές έγιαναν, πάλι θα αποχωρεί, σιωπηλά και με χαμόγελο θα σε βλέπει να γίνεσαι καλύτερος αγαπώντας τη ζωή και πρώτα απ’ όλους τον εαυτό σου. Άλλωστε αυτή κανέναν, ποτέ, δε σκότωσε.

Βαγγέλης Βουραζάνης

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *