Εγκατάλειψη
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη…
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα.
Χρόνος παλιός, χωρίς υπόσταση.
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει εδώ μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση.
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή…
Ένας χειμώνας. Ένας χειμώνας αλλιώτικος από τους άλλους. Σαν να λες και το δέρμα, παλιό ξεραμένο πετσί τσακίζει σε κάθε νέα ψιχάλα.
Ένας χειμώνας που, πανάθεμά σε, ήρθες και εσύ.
Όπως όλοι οι αγενείς. Ακάλεστος, ζεστός, εγκάρδιος, χαμογελαστός, πολλά υποσχόμενος.
Κάνει κρύο εδώ μέσα. Ναι, μωρέ, εδώ, σε αυτό που το λένε καρδιά. Έχει παγώσει το αίμα. Μια ξαφνική αναταραχή σαν ηλεκτροσόκ. Στιγμιαίο.
Έχω ήδη υπογράψει όμως ανάνηψη απαγορεύεται.
Έχει γεράσει η καρδιά πριν την ώρα της. Ταλαίπωρη πια και ασ’ την.
Τι χειμώνας κι αυτός. Τόσος αέρας έξω και εσύ εκεί. Δε βλέπεις πως δε θέλω να στέκεις; Τι περιμένεις; Εγώ πια τίποτα.
Δε θέλω άλλο να προσμένω. Ούτε να ονειρεύομαι.
Αγαπούσα την τελευταία μέρα του κάθε Μάρτη.
Η επόμενη σήμαινε τη γέννηση της άνοιξης για μένα.
Ήταν η γέννηση η δική μου και σαν τότε ρομαντική το είχα συνδέσει έτσι.
Όχι πια! Το χειμώνα θέλω. Αυτόν που η μέρα τελειώνει γρήγορα. Να πιρουνιάζει το κρύο, να προσπαθώ να θυμηθώ πώς είναι να νιώθεις.
Πάναθεμά σε. Γιατί ήρθες; Άργησες. Άργησες πολύ και εγώ, έχω πάψει χρόνια να προσμένω.
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
“Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση.
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει εδώ μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση.
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή.
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.”
Απόσπασμα:
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τοπίο» (από τις Παρενθέσεις, 1956)
Ιωάννα Νικολαντωνάκη