Εκείνο το νησί που βούλιαξε απ’ την τρικυμία
Θυμάσαι εκείνο το νησί που δεν υπήρχαν
πουθενά, πέτρινα σπίτια;
Υπήρχαν, μονάχα, καλύβες.
Καλύβες που ήταν, μόνιμα, ζεστές,
γιατί ήτανε φτιαγμένες από ξύλο.
Σ’ εκείνο το νησί που βρίσκαμε τροφή
απ’ τους καρπούς της γης.
Σ’ εκείνο το νησί που νυχτωνε νωρίς.
Θυμάσαι που βαδίζαμε στην αμμουδιά
κάθε φορά που έπεφτε το σκοτάδι;
Και με το πρώτο φως του ήλιου,
αντικρίζαμε τ’ αποτυπώματα
από τα βήματά μας.
Κι ήταν πολλά τα βήματα που κάναμε τη νύχτα.
Mα όσο κι αν βαδίζαμε,
έρχονταν κι άλλες νύχτες.
Κι οι νύχτες οι πολλές, έφερναν κι άλλα βήματα.
Θυμάσαι που ήρθανε, κρυφά, εισβολείς
μες στις πολλές τις νύχτες
και χτίσανε, παντού, πέτρινα σπίτια;
Η πέτρα βάρυνε το νησί.
Η θάλασσα δεν άντεξε, άλλο να το σηκώνει
και ξύπνησε μια μέρα, θυμωμένη,
φέρνοντας τρικυμία.
Σου είχα πει να φύγουμε πριν έρθει η τρικυμία.
Mα εσύ περίμενες να δεις
μήπως τα σπίτια γκρεμιστούν
κι η θάλασσα κοπάσει.
Σου είχα πει να φύγουμε.
Άλλο νησί να βρούμε.
Ένα νησί που δε θα είναι σε κανέναν
ορατό για να εισβάλλει.
Σου είχα πει…
Γιατί εμένανε η θάλασσα
μου το ‘χε πει.
Κι είναι γυναίκα η θάλασσα
Κι εκδικείται.
Αλήθεια,
θυμάσαι εκείνο το νησί
που βούλιαξε από την τρικυμία;
Ελίνα Δερμιτζόγλου