Καθρέφτες
Έπειτα από δισταγμό,
σκέφτηκα να στρέψω το βλέμμα μου στον δικό σου καθρέφτη,
που με τόση επιμονή μου πρόβαλες.
Κι είδα τα μάτια μου ν’ αντικρίζουν,
με τρόμο, έναν παράξενο,
αλλά διακριτικό εισβολέα.
Μου φώναξες, δυνατά:
-Μη νιώθεις φόβο.
Εγώ είμαι.
Ήρθα να παραλάβω τα κλειδιά της ψυχής σου.
Να τα γυαλίσω.
Να αφαιρέσω από πάνω τους τη σκουριά,
μήπως μια μέρα και καταφέρουμε μαζί,
ν’ ανοίξουμε εκείνη την πόρτα
που την κρατάς κλειστή τόσα χρόνια.
Ξέρεις πως ό,τι κρύβεις πίσω από αυτήν, κάποια στιγμή θα απαιτήσει
να την ανοίξεις
Να βγει έξω
Να φωνάξει
Να διαμαρτυρηθεί
Θα αναζητήσει τα χαμένα του χρόνια.
Κοίταξα πάλι στον καθρέφτη σου
και είδα τη μορφή σου
Όχι τον εισβολέα
Ήτανε η μορφή σου.
Ύστερα είδα τη δική μου μορφή
Κι έπειτα πάλι τη δική σου.
Έστρεψα το βλέμμα μου
στον καθρέφτη μου
κι είδα τον τρόμο στα μάτια μου,
την απορία, γιατί να καθρεφτίζομαι στον δικό σου καθρέφτη.
Διάβασα τις λέξεις σου μία – μία
Και κάθε λέξη, άνοιγε μια ζέστη αγκαλιά που την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου
Ήθελα να τρέξω το βλέμμα μου.
Μα εκείνο δεν μπορούσε να αντισταθεί στη ζεστασιά της αγκάλιας τους.
Διάβασα τις λέξεις σου, μία-μία
Κι ήτανε όλες γραμμένες με το δικό μου γραφικό χαρακτήρα.
Έκλεισα τα μάτια μου,
μήπως ξεφύγω από τις λέξεις.
Μα εκείνες είχαν ήδη πια χαράξει
το νόημα τους.
Κοίταξα πάλι στον καθρέφτη σου
Και δεν υπήρχε πόρτα πια κλειστή.
Ούτε αναμνήσεις να διαμαρτύρονται που τις ξέχασες.
Ακούγες μόνο “ευχαριστω” για την απελευθέρωσή τους.
Διάβασα τις λέξεις σου
Και κάθε λέξη, μου γεννούσε
μια γλυκειά απορία.
Απορίες που δεν ήθελα να λύσω
ακόμα κι αν υποπτευόμουν
την απάντησή τους.
Κι ήταν εκείνη η μέρα που διάβασα τις λέξεις σου
Και στον καθρέφτη το δικό μου καθρεφτίστηκε η μορφή σου.