Η μαγεία της αμοιβαιότητας
Μεγάλη υπόθεση το αμοιβαίο. Τα κάνει όλα πιο απλά, πιο εύκολα.
Δε χρειάζεται πολλά λόγια, γιατί δεν υπάρχει λόγος να εξηγείς. Δίνει νόημα στα ανείπωτα και καταλαβαίνει πίσω απ’ τις λέξεις.
Δε ρωτάει «γιατί» και δεν απαντάει «επειδή». Γνωρίζει ήδη, γιατί νοιώθει με τις αισθήσεις και λειτουργεί με το ένστικτο.
Ρέει σαν ποταμός, με μία μόνο φυσική κατάληξη. Εκείνη που βγάζει στη θάλασσα του νου, στα πέλαγα του έρωτα και στον ανοιχτό ορίζοντα μιας βαθιάς, πραγματικής αγάπης, που δε σκοντάφτει σε φτηνές δικαιολογίες, κακό timing και κανόνες.
Ανακαλύπτει νέες διαδρομές, άβατες. Αλλάζει εποχές, δίνει χρώμα σε δύσεις και ανατολές, πετάει ψηλά, παρέα με αετούς, καταφέρνοντας να παρασύρει και να διαλύσει κάθε πιθανό εμπόδιο που θα βρεθεί μπροστά του.
Έχει πάθος και ορμή το αμοιβαίο. Σπάει κάθε φράγμα που το εμποδίζει να ξεχυθεί ελεύθερο και καταλήγει σε μέρη άβατα, πρωτόγονα. Ξυπνάει αισθήσεις και αισθήματα, καλά κρυμμένα, που μέχρι τη στιγμή που τα νιώθεις, ούτε καν υποπτεύεσαι.
Ρίχνει φως κι αλήθεια σε μυστικά και ψέματα κι αποκαλύπτει εκείνες τις καλά κρυμμένες πτυχές, ενός εαυτού που πάντα είχες, αλλά ποτέ δεν τόλμησες να κοιτάξεις κατάματα. Εκείνον τον πως τον λένε να δεις; Τον «καλό σου εαυτό». Εκείνο τον αληθινό, τον καθαρό, τον αγνό, τον απαλλαγμένο από «δήθεν», «πρέπει» και περιττά στολίδια.
Αυτόν, που μπροστά του ωχριά εκείνος ο άλλος ο φοβισμένος που προσποιείται, που παίζει ρόλους, που είναι καμουφλαρισμένος πίσω από ακριβά κοστούμια και αρώματα και που ξέρει μόνο να κρύβει την αλήθεια και την ουσία του. Μπορεί ν’ αλλάξει κοσμοθεωρίες και στάσεις ζωής, το αμοιβαίο. Να διαλύσει τον κυνισμό, να δώσει ελπίδα στην προσμονή και λόγο ύπαρξης στην υπομονή και την επιμονή. Μπορεί να δώσει χρώμα στη μοναξιά και να σε κάνει να πιστεύεις στα θαύματα.
Ακυρώνει τον εγωισμό, σνομπάρει τους φόβους, μηδενίζει τις αναστολές, περιγελά τη δειλία και κοροϊδεύει την ανασφάλεια. Έχει δύναμη μεγάλη το αμοιβαίο κι όταν τυχαία επιλέξει αυτούς που το πιστεύουν και το αναζητούν, τους δένει με τ’ αόρατα δεσμά μιας θέλησης πηγαίας, σχεδόν μαγικής.
Αυτής, του να είναι δυο άνθρωποι μαζί ενωμένοι σαν «ένα», έτσι ώστε, κανείς και τίποτα να μη μπορεί να σταθεί εμπόδιο, να μπει ανάμεσά τους και να τους χωρίσει. Αγκαλιάζει τις ψυχές τους και τις κάνει να κουμπώνουν φυσικά, αβίαστα, λες και ήταν από πάντα φτιαγμένες για να συναντηθούν και για να είναι μαζί.
Γνωρίζει την αξία του. Ξέρει πόσο σπάνιο είναι, γι’ αυτό δε δίνεται απλόχερα, δε σκορπίζεται και δε χαρίζεται.
Επιλέγει που και σε ποιόν θ’ αποκαλυφθεί, γιατί ξέρει πως είναι ένα πολύτιμο δώρο ζωής, που αν τύχει και το συναντήσεις, πρέπει να έχεις αντίληψη για να το αναγνωρίσεις και κότσια για να το ζήσεις.
Θέλει δύναμη ψυχής τέτοια, που να μην δειλιάσεις μπροστά την ορμή και το πάθος του, αλλά να τ’ αφήσεις απλά να σε παρασύρει στη δύνη του, για ν’ απολαύσεις τη διαδρομή μαζί του. Μάτια και καρδιές ανοιχτά λοιπόν, γιατί κάπου εκεί έξω, σ’ ένα τυχαίο «χαίρω πολύ», σ’ ένα ζεστό βλέμμα, σ’ ένα γλυκό χαμόγελο, μπορεί να παραφυλάει, για να χαρίσει ευτυχία, σε όποιον είναι σε θέση να το αναγνωρίζει, να το πιστέψει, να το τιμήσει και να το ζήσει όπως του πρέπει και του αξίζει.
Μαρία Κουγιουμτζόγλου