2 Μαρτίου 2019
Share

Μια φορά κι έναν καιρό

Ήταν Σάββατο βράδυ. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε και η καταιγίδα θέριευε. Ο ήχος της βροχής που έπεφτε με μανία πάνω στην ξύλινη στέγη του παραδοσιακού σπιτιού συνέθετε ένα γλυκό νανούρισμα. Ο κυρ Κώστας καθόταν στην αγαπημένη του κουνιστή καρέκλα, που βρισκόταν στο κέντρο του σαλονιού κοντά στο πετρόκτιστο τζάκι.

Στο ένα χέρι κρατούσε ένα φθαρμένο βιβλίο ενώ το άλλο ίσα που συγκρατούσε μία παραγεμισμένη κούπα με κακάο. Έφερε την κούπα στα χείλη του και η πικρή γεύση του ροφήματος δεν άργησε να πλημμυρίσει τις αισθήσεις του. Δεν τον ένοιαξε ιδιαίτερα. Άλλωστε, όταν έχεις περάσει όλη τη ζωή σου μέσα στην πίκρα, πώς να σε ενοχλήσει ένα πικρό ποτό; Τα μάτια του έτσουζαν από το πολύωρο διάβασμα του βιβλίου και έτσι αποφάσισε να το αφήσει στην άκρη.

Αρκετά διάβασε απόψε. Τώρα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να πιει το ποτό του, αφουγκραζόμενος το τραγούδι της βροχής και του ανέμου. Έστρεψε το γέρικο βλέμμα του έξω από το παράθυρο. Ο άνεμος έδινε το ρυθμό στον χορό της βροχής κι όταν οι αλαφιασμένες σταγόνες της κουράζονταν από το παθιασμένο γλέντι, ακουμπούσαν στο παράθυρο σχηματίζοντας μοναδικές, πρωτόγνωρες μορφές.

Ο γερο-Κωστής παρακολουθούσε στωικά το θέαμα, με περίσσια υπομονή και καρτερικότητα. Οι αναμνήσεις ήρθαν σαν σίφουνας στο μυαλό του, κατακλύζοντας κάθε χιλιοστό της ύπαρξης του. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια· πως έπαιζε στην αυλή του σπιτιού του με τα γειτονόπουλα. Κρυφτό, κυνηγητό, το παιχνίδι του «κρυμμένου θησαυρού» ΄Έτρεχαν πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά στην αυλή ψάχνοντας αδιαλείπτως εκείνο το μεγάλο κόκκινο Χ που θα υποδείκνυε την ακριβή τοποθεσία του σεντουκιού. Ο πατέρας του, τους μάζευε τα βράδια λέγοντας τους ιστορίες και ιστορίες!

Η αγαπημένη του Κώστα ήταν εκείνη με τους πειρατές: «Μια φορά και έναν καιρό, σε αυτό εδώ το ξύλινο σπίτι που έχουμε την τιμή να βρισκόμαστε σήμερα ζούσε μια άλλη οικογένεια. Ήταν –ακούστε να δείτε- οικογένεια πειρατών! Ο πατέρας, η κολόνα του σπιτιού, ήταν κουρσάρος και ταξίδευε στις εφτά θάλασσες λεηλατώντας καράβια και μαζεύοντας πλούτη για εκείνον και την οικογένεια του. Έκρυβε τους θησαυρούς του σε σεντούκια τα οποία έθαβε κατά καιρούς σε μυστικές τοποθεσίες, γνωστές μόνο από την πολυαγαπημένη του γυναίκα, διασφαλίζοντας έτσι την ευημερία της για πολύ καιρό μετά τον θάνατο του.

Η ατυχία χτύπησε γρήγορα την πόρτα του σπιτιού τους και ο πατέρας ενώθηκε με τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη · την θάλασσα. Η γυναίκα μη μπορώντας να αντέξει την απώλεια του συζύγου της απαρνήθηκε τα πλούτη της και τον ακολούθησε. Πριν απαρνηθεί τα εγκόσμια, συγκέντρωσε όλη της την περιουσία σε ένα ξύλινο σεντούκι και το έθαψε σε μία από τις αυλές αυτού του χωριού!

Δεν αποκάλυψε πουθενά την τοποθεσία του θησαυρού, παίρνοντας έτσι το επτασφράγιστο μυστικό μαζί, στον υγρό της τάφο, δίπλα στον αγαπημένο της» Όταν ο μικρός Κωστάκης άκουσε για πρώτη φορά αυτήν την ιστορία, εκστασιάστηκε! Τα χρυσαφιά μάτια του έλαμψαν από το παιχνίδισμα της φωτιάς και το βλέμμα του γέμισε με πάθος. Έβαλε σκοπό της ζωής του, να ανακαλύψει αυτό το σεντούκι κι έτσι ξεκίνησε την δική του περιπέτεια η οποία διήρκησε παραπάνω από σαράντα χρόνια.

Από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου και μέχρι να ξανανυχτώσει , μόνο τον θησαυρό αυτόν σκεφτόταν. Όταν κοιμόταν, ονειρευόταν ότι έβρισκε πρώτος το σεντούκι και γευόταν την χρυσή γεύση του πλούτου. Η τύχη όμως δεν ήταν με το μέρος του. Όσο κι αν έψαχνε, όσο κι αν αναζητούσε με μανία το ξύλινο κουτί που θα του έλυνε ως δια μαγείας όλα του τα προβλήματα το κουτί, άφαντο. Δεν υπήρχε ίχνος του φοβερού και τρομερού αυτού θησαυρού! Λες κι εξαφανίστηκε ή μάλλον δεν υπήρξε ποτέ.

Ο γερο-Κωστής μεγάλωσε πια. Σήμερις, έκλεινε ενενήντα δύο χρόνια πάνω σε αυτό τον πλανήτη, σε αυτό το περιφραγμένο κτήμα που ήταν κτισμένο το σπίτι του. Δεν πίστευε πια σε δράκους, σε νεράιδες και σε ξωτικά. Πόσο μάλλον σε παραμύθια με πειρατές και κρυμμένα σεντούκια που φυλούσαν αδιανόητους θησαυρούς. Η ζωή ήταν άδικη μαζί του. Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία, όταν ήταν είκοσι χρόνων – παλικάρι, σαν τα γάργαρα νερά- την γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα. Οι γάμοι από έρωτα, μόνο σύνηθες φαινόμενο δεν ήταν τότε.

Χρειάστηκε να παλέψει για την αγαπημένη του, να απαρνηθεί την οικογένεια του – το ίδιο του το αίμα- που μόνο φαρμάκια τον κερνούσε. Δεν την ήθελαν για νύφη τους και της το γνωστοποιούσαν σε κάθε ευκαιρία πικραίνοντας ανεπανόρθωτα τις γλυκές, αθώες, ερωτευμένες ψυχές των δύο νέων. Ο αγώνας τους τελεσφόρησε εν τέλει και παντρεύτηκαν –ολομόναχοι- μια βροχερή νύχτα Νοεμβρίου σε ένα μικρό εκκλησάκι του χωριού.

Κανένας δεν ευθύμησε με το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου τους, μα οι πίκρες τους ούτε που είχαν ξεκινήσει ακόμα. Η γυναίκα του -Αμαλία το όνομα της- του χάρισε τρεις γιους και δύο κόρες. Φαίνεται τα παιδιά τους τ’ αγαπούσε περισσότερο ο Θεός, γι αυτό τα πήρε όλα κοντά του. Ένα προς ένα χάθηκαν στη δίνη της ανυπαρξίας είτε από ασθένεια, είτε από κάποιο τραγικό ανείπωτο ατύχημα. Το νεαρότερο, πέθανε στα τρία του έτη ενώ το μεγαλύτερο έσβησε τη φλόγα της ζωής του στα είκοσι-έξι του χρόνια. Η δύσμοιρη μάνα, έχοντας χάσει και το ύστατο παιδί της, την κατέβαλε η αρρώστια. Επάρατη νόσος· ούτε το όνομα της δεν τολμούσε να προφέρει. Όταν η θλίψη ενώνεται με τα σώψυχα του ανθρώπου και κατοικεί μόνιμα στην καρδιά του, τότε σταδιακά αρχίζει να νοσεί το σώμα στην ατελέσφορη προσπάθεια του να προβάλει σθεναρή αντίσταση στον ψυχικό πόνο που αντλεί από τις συμφορές του περιβάλλοντος χώρου.

Αδίκως πολεμούν όργανα με όργανα προσπαθώντας να αποβάλλουν τον μόνιμα φωλιασμένο στην ψυχή πόνο. Άνιση η μάχη και το αποτέλεσμα αναπόφευκτο. Η θνητότητα της ανθρώπινης φύσης είναι τελικά και η τραγικότητά της. Πόσο εύθραυστη είναι η κλωστή που μας συγκρατεί στη ζωή. Και πόσο λεπτό το όριο μεταξύ λογικής και τρέλας. Έτσι έμεινε μόνος του ο Κωστής να βολοδέρνεται από τα κύματα της πολυτάραχης ζωής του για περισσότερο από σαράντα χρόνια. Ολομόναχος, χωρίς κανέναν ώμο να γείρει, κανένα κορμί να ξαποστάσει, κανένα στόμα να ξεδιψάσει. Όλοι μόνοι μας δεν είμαστε στην τελική; Μόνοι ήρθαμε σε αυτόν τον άδικο κόσμο και μόνοι θα φύγουμε από αυτόν. Τα υπόλοιπα είναι απλά στάσεις, πνοές ζωής της μοναχικής ύπαρξης μας.

Αυτή ήταν η ζωή του. Δεν είχε τίποτα να περιμένει πια· μήτε εγγόνια, μήτε χαρές. Η οικονομική του κατάσταση δε, από το κακό στο χειρότερο. Όταν ήταν νέος έκανε δύο και τρεις δουλειές για να συντηρεί την οικογένεια του και ίσα που τα έβγαζαν πέρα. Η κατάσταση χειροτέρεψε με την ασθένεια της γυναίκας του. Για να καταφέρει να της παρέχει όλα τα απαραίτητα για μία αξιοπρεπή ζήση γυρνούσε σπίτι του μόνο τα βράδια όπου της ετοίμαζε τα φάρμακα της και ξαναγυρνούσε στη σκληρή δουλειά του. Η σημερινή βροχερή νύχτα του θύμισε την πονεμένη ζωή του. Κι έτσι, έστεκε εκεί, δίπλα στο παράθυρο παρακολουθώντας τα δάκρυα του ουρανού να ποτίζουν το διψασμένο χώμα όπως τα δικά του δάκρυα πότιζαν την άδεια του ψυχή.

Η ζωή του είχε στερήσει τα πάντα μα ποτέ δεν κατάφερε να σβήσει την φλόγα της αγάπης του για τη μία και μοναδική του γυναίκα. Μετά από τόσα χρόνια ακόμα του έλειπε. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που αγαπούν μονάχα μία φορά· μία και αληθινή. Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Λίγο οι αναμνήσεις, λίγο η μοναξιά, όλα ήταν εναντίον του. Δεν τον ένοιαζε. Δεν ζούσε γιατί το ήθελε, απλώς υπήρχε. Σάρωσε με το βλέμμα του την ξεραμένη αυλή απ’ άκρη σ’ άκρη . Μία λάμψη πιάστηκε στα μάτια του. Παρ’ όλη την νεροποντή ο ουρανός δεν είχε σύννεφα και το φεγγάρι έλαμπε, ρίχνοντας το φως του στο χώμα. Ένα λαμπύρισμα έσκιζε την σκοτεινιά! Ο γερο-Κωστής αναρωτήθηκε τι μπορεί να προκαλούσε το παιχνίδισμα του φωτός, μιας και η αυλή ήταν άδεια από αντικείμενα. Αναστέναξε βαθιά, συγκέντρωσε όλη του τη δύναμη και αποφάσισε να ανακαλύψει την πηγή του φωτός.

Προσπάθησε να συγκρατήσει με τα αδύναμα κοκαλιάρικα χέρια του το βάρος του ασθενικού του κορμιού μα δεν τα κατάφερε με την πρώτη προσπάθεια. Χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες και όλο το απόθεμα της ψυχικής του δύναμης για να καταφέρει να στηριχτεί στα πόδια του και να κινηθεί προς την άγνωστη λάμψη. Κάθε βήμα και ένας αγώνας να κρατήσει σταθερή την αναπνοή του. Με κάθε του ανάσα το φως δυνάμωνε ολοένα και αυτό του έδινε κουράγιο να συνεχίσει. Έφτασε ασθμαίνοντας μπροστά στο άγνωστο αντικείμενο που λαμπύριζε στο σκοτάδι. Κοίταξε κάτω και αντίκρισε ένα τετράγωνο κουτί που έμοιαζε – αν είναι δυνατόν- με σεντούκι.

Η μανία της βροχής ανάγκασε το χώμα να υποχωρήσει, αποκαλύπτοντας έτσι έναν θησαυρό. Ο γερο-Κωστής δεν πίστευε αυτό που θωρούσε! Οι αμβλυμμένες από τα γηρατειά αισθήσεις του θα πρέπει να τον ξεγέλασαν. Έπεσε στα γόνατα, μουσκεύοντας τα πόδια του με χώμα, νερό και ελπίδα. Άρχισε να σκάβει εκατέρωθεν του σεντουκιού χρησιμοποιώντας αντί για φτυάρι, τα ίδια του τα χέρια γεμίζοντας τα αμυχές και αίμα. Αν είναι δυνατόν. Μπροστά του είχε ένα σεντούκι ολόιδιο με αυτό των παραμυθιών του πατέρα του. Με μια γρήγορη -σχεδόν απελπιστική- κίνηση, άνοιξε το μπαούλο αποκαλύπτοντας το περιεχόμενο του.

Το σκοτεινό του βλέμμα έκλεψε τη λάμψη των εκατοντάδων ολόχρυσων λιρών και κοσμημάτων που αντίκριζε μπροστά του. Κοιτούσε αποχαυνωμένος και εκστασιασμένος τον θησαυρό που ανακάλυψε · ακριβώς όπως κοιτούσε τον πατέρα του όταν του διηγείτο την ιστορία των πειρατών. «Όλα είναι αλήθεια» ψιθύρισε στο σκοτάδι καθώς ένα χαμόγελο ανάβλυζε από την ψυχή του και σχηματιζόταν σταδιακά στο πρόσωπο του. Ναι λοιπόν, οι ιστορίες του τρελού και ονειροπόλου γέρου του ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Οι μάγισσες, οι δράκοι, οι νεράιδες και τα ξωτικά υπήρχαν· αν ήξερες που να κοιτάξεις. Η καρδιά του Κωστάκη φτερούγισε και γέμισε με ελπίδα και πίστη. Έτσι πράος και ευτυχής όπως ήταν βροντοφώναξε στους ανοιχτούς ουρανούς «Όλα είναι αλήθεια!»

Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια του δεν ήταν δάκρυα λύπης, αλλά λυτρωτικά δάκρυα χαράς. Η αθώα του όμως παιδική ψυχή δεν μπόρεσε να αντέξει τέτοια συγκίνηση. Κάθε χτύπος και μία μαχαιριά στο στήθος. Καθώς η ψυχή του εγκατέλειπε το σώμα του, σιγοψιθύρισε με όση δύναμη του είχε απομείνει «Έρχομαι αγαπημένη μου». Εκεί, πάνω στο σεντούκι με τις χρυσές λίρες άφησε την τελευταία του πνοή, το κύκνειο του άσμα. Τα τελευταία του λόγια –λόγια προσμονής και πίστης- ταξίδευσαν σαν προσευχή στους ουρανούς και ο Θεός πραγματοποίησε την τελευταία του επιθυμία. Έσμιξε με την οικογένεια του! Χαρούμενος πλέον όπως ήταν φωτίζει με τα φλογερά του μάτια σαν αστέρι τον νυχτερινό ουρανό δίνοντας κουράγιο και πίστη σε όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη. Όλα είναι αλήθεια τελικά, αρκεί να έχεις τη σύνεση να κοιτάξεις με τα μάτια της ψυχής σου και όχι του σώματος!

Φιλίνα Ιγνατιάδου

About Φιλίνα Ιγνατιάδου

Μπορεί επίσης να σας αρέσει