Κάποιες “Ωραίες Κοιμωμένες” δεν ξύπνησαν ξανά

Τα κατάμαυρα μαλλάκια της έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το ολόλευκο νοσοκομειακό μαξιλάρι. Τα ταλαιπωρημένα της βλέφαρα, έκρυβαν τα ζωηρά καστανά της μάτια που τώρα έμοιαζαν άδεια από ζωή. Η ανάσα της ίσα που ακουγόταν, ακανόνιστη και αυτή σαν τον γλυκό ασθενή χτύπο της καρδιάς της. Η μητέρα της καθόταν δίπλα της, χαϊδεύοντας απαλά το λεπτοκαμωμένο χεράκι της, προσπαθώντας να την ξυπνήσει. Μα δε θα ήταν τόσο εύκολο. Το κοριτσάκι που κειτόταν δίπλα της, πάνω στο σκληρό κρεβάτι του παγερού νοσοκομείου, ήταν η γλυκιά κορούλα της, η αγαπημένη της Αννούλα. Το προσωπάκι, που πριν μερικές ώρες έλαμπε από χαρά και ζωή, τώρα έστεκε σκυθρωπό, σχεδόν ανέκφραστο, γεμάτο εκδορές και μώλωπες. Το αδύνατο κορμάκι της άτυχης εξάχρονης έστεκε μελανιασμένο και ακούνητο πάνω στο κρεβάτι, με μόνη εξαίρεση το ασχημάτιστο στήθος της που παλλόταν ρυθμικά στην προσπάθεια του να συντηρήσει την ζωή μέσα της, λίγα λεπτά ακόμη…

 

Η μητέρα της ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στην απαλή της κόμη και γέμισε κάθε κύτταρο της με την μυρωδιά της. Ξέσπασε σε λυγμούς δίπλα της, αυτούς που συγκρατούσε με όλη της την δύναμη, ώρες τώρα. Η Αννούλα της, το γλυκό της πλάσμα, έπεσε σε βαθύ ύπνο. Κώμα το έλεγαν οι γιατροί, αλλά η Βάσω δεν ήθελε να το πιστέψει. Όχι, το γλυκό της κοριτσάκι, απλώς κοιμόταν, την κούρασε το δυστύχημα και σε λίγο θα ξυπνούσε και θα χωνόταν στην αγκαλιά της  γελώντας. Και η Βάσω θα σχημάτιζε ένα μειδίαμα στα χείλη της, θα μάζευε το κουράγιο που της είχε απομείνει και θα προσπαθούσε να εξηγήσει στην Αννούλα της, τι έγινε. Πώς να της πει όσα συνέβησαν; Θα σπάραζε η καρδούλα της από τον πόνο και θα γινόταν χίλια κομμάτια. Πως θα μπορούσε να εξηγήσει σε ένα εξάχρονο κορίτσι πως ο πατέρας της και τα δύο αδέλφια της χάθηκαν στην άσφαλτο; Πως θα της έλεγε ότι απέμειναν μόνο οι δύο τους;

 

Εκείνο το μοιραίο πρωινό, ο άνδρας της, ο Στέφανος πήγε τα παιδιά μια εκδρομή, από την οποία μόνο η Αννούλα επέστρεψε… Πέρασαν υπέροχα, έπαιξαν στο πάρκο, έφαγαν παγωτό σοκολάτα και φράουλα – κορόιδευαν τον μπαμπά τους που είχε λερωθεί παντού-  και όταν πια κουράστηκαν από το πολύ φαΐ και το παιχνίδι, είχε πια νυχτώσει και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού τους. Η μοίρα είχε άλλα σχέδια… Στον γυρισμό, τηλεφώνησαν στην Βάσω να της διηγηθούν την καλύτερη μέρα της ζωής τους. Ήταν τόσο χαρούμενα… Η Βάσω ένιωθε ευλογημένη που είχε μια τόσο υπέροχη οικογένεια· έναν άνδρα που μετά από είκοσι χρόνια γάμου δήλωνε ακόμα αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της και τρία αξιολάτρευτα παιδιά.  Μιλούσαν στο τηλέφωνο με τον άνδρα της όταν έγινε το μοιραίο… Πριν προλάβει να πει στον Στέφανο «Να προσέχ…» άκουσε ένα δυνατό μπαμ, κραυγές πόνου και κλάματα και μετά… σιγή.

 

Έχασε τη γη, τον ουρανό και όλα τα αστέρια μέσα από τα χέρια της.  Όταν το ασθενοφόρο κατέφτασε στον τόπο του δυστυχήματος ήταν ήδη αργά για τον Στέφανο και για τα δυο παιδιά της, όχι όμως για τη μαχήτρια Αννούλα. Η Αννούλα μπορεί να ήταν η μεγαλύτερη ηλικιακά αλλά ήταν η πιο μικρόσωμη. Έμοιαζε να είναι τριών κι ας ήταν έξι χρόνων. Οι γιατροί κατάφεραν να την σταθεροποιήσουν, μα όχι να την ξυπνήσουν.  Και μετά από όλα αυτά τα βάσανα, η αγαπημένη της κοιμόταν δίπλα της. Ακόμα και τώρα η Αννούλα, ήταν πανέμορφη κι ας ράγιζε η καρδιά της μάνας της, που την έβλεπε σε τέτοια απελπιστική κατάσταση.  Αν δεν ήταν για την Αννούλα θα είχε βάλει εδώ και ώρες, τέλος στην ζωή της. Για την Αννούλα ανέπνεε, για την Αννούλα έτρωγε, για την Αννούλα πολεμούσε, όχι για κείνη. Εκείνη ήταν χαμένη πλέον, μα το μονάκριβο πλάσμα της, η σάρκα της σάρκας της δεν άξιζε να υποφέρει. Αν ξυπνούσε, όχι, όταν ξυπνούσε η μανούλα της θα της χαμογελούσε γλυκά με αγάπη και στοργή κι ας τσίριζε μέσα της κι ας έβραζε το αίμα της κι ας σκίζονταν τα σωθικά της. Εκείνη θα χαμογελούσε και θα στήριζε την κόρη της, το εναπομένον παιδί της.

 

Οι γιατροί την συμβούλευσαν να μιλάει στην κόρη της, να τη χαϊδεύει γλυκά, μήπως η φωνή και το χάδι της δύσμοιρης μάνας κατάφερναν να της δώσουν ξανά πίσω την κλεμμένη ζωή της… Η Βάσω αποφάσισε να της διαβάσει το αγαπημένο της παραμύθι, την «Ωραία Κοιμωμένη». Τραγική ειρωνεία το πόσο έμοιαζε με την ηρωίδα· ήταν φαίνεται γραφτό της να πρωταγωνιστήσει στο δικό της θλιβερό παραμύθι.

 

«Ωστόσο είχαν ήδη περάσει τα εκατό χρόνια, και είχε έρθει η μέρα που θα έπρεπε να ξυπνήσει η ωραία κοιμωμένη.» είπε γλυκά στην κόρη της η Βάσω.

 

«Ξύπνα γλυκιά μου Αννούλα και η δική σου ώρα ήρθε να ανοίξεις τα ματάκια σου και να δεις το φως του ήλιου. Ξύπνα εσύ και θα διαβάσουμε μαζί το τέλος του παραμυθιού, μόνο ξύπνα κορίτσι μου, μη παραδίνεσαι στον αιώνιο ύπνο, όσο γλυκός και να φαντάζει. Ξύπνα αστέρι μου…»

Ακόμα ένας λυγμός ξέφυγε από την ξεσκισμένη ψυχή της άτυχης μάνας. Ο θρήνος της δυνάμωσε και έκλεισε για απειροελάχιστες στιγμές τα βλέφαρα της να ξεκουραστεί και παραδόθηκε στο απαλό, βαθύ χάδι του Μορφέα. Ονειρεύτηκε πώς έτρωγαν όλοι μαζί στο οικογενειακό τραπέζι. Χάθηκε για λίγο στην ουτοπία της, σε ένα όνειρο που φάνταζε πραγματικό, αλλά δεν ήταν. Το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη…

Την ξύπνησε ο εκκωφαντικός ήχος του παλμογράφου. Ένας οξύς ήχος που έσκιζε στα δύο τη παγερή ησυχία του νοσοκομειακού δωματίου. Κοίταξε με απορία το μηχάνημα, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί δεν διέκρινε πλέον βουναλάκια στην οθόνη, παρά μόνο μια ευθεία γραμμή. Όταν συνειδητοποίησε τι συμβαίνει, ούρλιαξε σπαρακτικά «ΒΟΗΘΕΙΑ» και οι γιατροί με τις νοσοκόμες έτρεξαν να σώσουν την ψυχούλα της κορούλας της. Καθώς το φορείο απομακρυνόταν με το άψυχο κορμάκι της κόρης της να κείτεται πάνω του, η Βάσω κοίταξε τον ουρανό και ξέφυγαν από μέσα τις κραυγές άναρθρες και ζωντανές, πιο ζωντανές από την οικογένεια της… Σαν προσευχή επαναλάμβανε μέσα της «Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», βάζοντας τα δυνατά της να πείσει τον εαυτό της πως όλα θα πάνε καλά.

 

Λίγα λεπτά αργότερα βλέπει μια φιγούρα να στέκεται μπροστά της, προσπαθώντας να της πει κάτι. Βλέπει τα χείλη του γιατρού να κουνιούνται, ακούει την φωνή του, μα δεν καταλαβαίνει το νόημα των λέξεων του.

 

-«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, λυπούμαστε για την απώλεια σας…»

 

Μένει μόνη της στο άδειο δωμάτιο, παγωμένη και μουδιασμένη. Αρνείται να πιστέψει όσα άκουσε, δεν μπορεί να είναι αλήθεια. «Πως χάθηκε η Αννούλα μου, που πήγε, γιατί με άφησε μόνη μου;», ψελλίζει στους τέσσερις τοίχους. Η Αννούλα έσβησε και μαζί της έσβησε και η φλόγα που κρατούσε στη ζωή την μητέρα της. Η Βάσω αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα του νοσοκομείου και στην αγκαλιά της κρατούσε το αγαπημένο βιβλίο της κόρης της. Έπεσε σε έναν βαθύ ύπνο από τον οποίο δε ξύπνησε, ποτέ. Και έτσι ξεκληρίστηκε μια οικογένεια ολάκερη. Σε μια στιγμή ο εφιάλτης έγινε πραγματικότητα. Το βιβλίο έπεσε από τα χέρια της Βάσως και ο κρότος που άφησε πέφτοντας στο πάτωμα αντήχησε σ’ ολάκερο τον κόσμο. Χάθηκε η Αννούλα, χάθηκε κι η μάνα της κι έμεινε το παραμύθι αδιάβαστο. Που πήγε το «Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»;

Φιλίνα Ιγνατιάδου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *