Γυρεύοντας κάθαρση
Βρέχει. Μισοσκόταδο στο δρόμο, στα σοκάκια. Μοναδικό φως αυτό από τα φαναράκια στις γωνιές τους. Επιταχύνω το βήμα μου. Πάλι βγήκα χωρίς ομπρέλα κι ας είδα από νωρίς τα μαύρα σύννεφα να μαζεύονται στον ουρανό. Πάλι βγήκα να βαδίσω, να ξεχαστεί το μυαλό, να ξεσκάσει η ψυχή.
Μα βάρυναν τα πόδια μου απ’ το περπάτημα, μούσκεψαν κι από το νερό που τρύπωσε στις μπότες μου, καθώς τσαλαβουτούσα χωρίς να βλέπω πού πατώ. Κάποια στιγμή γλίστρησα, σκόνταψα, δεν έχει σημασία. Πιάστηκα από το στύλο του φαναριού να στηριχτώ.
Πιάστηκα, μα δεν κρατήθηκα. Σωριάστηκα. Το νερό που έτρεχε πάνω στα μαλλιά μου, είχε από ώρα συναντήσει τα δάκρυά μου που έτρεχαν από τα μάτια μου. Αγκάλιασα το σώμα μου, σωστό κουβάρι. Και η βροχή συνέχισε να πέφτει. Είχε ποτίσει τα ρούχα μου και συνέχιζε.
Σαν να έψαχνε δρόμο να φτάσει στην ψυχή μου. Να την ξεπλύνει, να την καθαρίσει από καθετί βρώμικο και σάπιο, που είχε σωρευτεί και τη βάραινε. Έτρεμα από το κρύο, μα δεν μ’ ένοιαζε. Είχα αφεθεί, παραδοθεί σ’ αυτήν την κάθαρση. Δεν είχα άλλες αντοχές, δεν είχα δύναμη. Κι έμεινα εκεί στη γωνιά, κάτω από το φανοστάτη, με τη βροχή να με χτυπά, τιμωρώντας θαρρείς τον εαυτό μου για την αδυναμία του.
Λίνα Κατσίκα