Συλλέκτες Στιγμών

Και αν τελικά το παιχνίδι του έρωτα είναι κρυμμένο σε μία βόλτα; Μία βόλτα κάτω από το σκοτάδι της Αθήνας. Εκεί που όλα σβήνουν, η αυλαία πέφτει και μια αναίσχυντη γαλήνη ξεχύνεται στους κορεσμένους δρόμους της. Εκεί που όλοι ψάχνουν να βρουν απελπισμένα τα απολεσθέντα τους αγαθά, που οι αισθήσεις ξυπνούν, το σύνδρομο στέρησης απογειώνεται και αναζητά και πάλι αυτό που απαρνήθηκε στο φως της ημέρας. Μία βόλτα λοιπόν. Μέχρι να ξημερώσει. Μια μεγάλη συζήτηση. Μία αρχή για την πραγματική γνωριμία.

Μέσα σε μία πόλη απρόσωπη, που τα συναισθήματα αντικαταστάθηκαν από γρήγορα πότα, γρήγορα αυτοκίνητα και ξεπουλημένα φιλιά, το σωτήριο φάρμακο είναι μία νυχτερινή, ακίνδυνη βόλτα. Μία συζήτηση, μία λεκτική αλληλεπίδραση ακόμη και με έναν άγνωστο, που μέχρι πριν αγνοούσες το τι μπορεί να σου προσφέρει. Που επιφανειακά θα τον προδίκαζες από τα πρώτα δευτερόλεπτα αλλά έξαφνα μπορεί να αποδειχθεί η ουσιαστικότερη γνωριμία σου. Ίσως να μην θελήσεις να μάθεις ούτε το όνομά του. Θα επικεντρωθείς σε όλα τα υπόλοιπα. Στα όνειρα του, στις αναμνήσεις του, στις χαμένες και λησμονημένες επιθυμίες του, όλα αυτά που κλείδωσε καλά σε ένα ντουλάπι, προκειμένου να μετατραπεί στο ρομπότ που τόσοι επένδυσαν.

Δεν θα σε φοβηθεί, θα σου μιλήσει. Όταν τα μοναδικά φώτα που παραμένουν αναμένα είναι τα αστέρια δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Η νύχτα παίρνει το ρόλο της γραφομηχανής. Σβήνεις, γράφεις, υπολογίζεις. Τι έχασες, γιατί το έχασες, και τώρα;

Κάθε βράδυ αποσυναρμολογήσε και το πρωί ξαναβάζεις τα ασύμμετρα κομμάτια στην σειρα. ‘Ίσως’ αναρωτιέσαι. ‘Ίσως’ ρωτάς, ‘ίσως αν’, ‘ίσως αν το έκανα τότε, όλα να ήταν διαφορετικά’. Και εκεί που νόμιζες τελικα ότι μόνο σε εσένα φαινόταν η νύχτα ατελείωτη, βρήκες μία συντροφιά. Μέχρι το ξημέρωμα. Τι έχεις να φοβηθείς? Δεν θα τον ξαναδείς.

Καπνίζετε και γυρίζετε την πόλη. Έχετε κάτι κοινό. Και οι δύο βασανιστήκατε από τον τιμωρό ‘Αναμνήσεις’ με τα ίδια μέσα, την ‘απουσία’. Κατακτώντας τις ώρες του ύπνου σας και λεηλατώντας την ψυχική σας γαλήνη. Αλλά δεν θα είστε θύμα του για ακόμη ένα βράδυ. Όχι τουλάχιστον για το συγκεκριμένο βράδυ.
Κάθε γόπα, κάθε τσιγάρο και ένα μυστικό.

-‘Όταν ήσουν παιδί; Τι ήθελες να γίνεις;’ σε ρωτάει . Είναι τόσο λυπηρό να μην θυμάσαι!

-‘Ίσως γιατρός. Όλοι το λένε. Ή δικογόρος, ή δασκάλα, ή τραγουδιστής ή ποδοσφαιριστής. Αυτά είναι τα πιο γνωστά πράγματα που ζητάνε τα παιδιά. Γιατί λοιπόν εγώ να θέλω κάτι άλλο;’
-‘Και όταν μεγάλωσες; Πάλι κάτι από όλα αυτά;’

Πάλι πιάνεις τον εαυτό σου να μην θυμάται. Ήθελα άραγε κάτι από όλα αυτά ή αυτά ήταν που μου έμαθαν να θέλω?
Προβληματίζεσαι.. Και όλη αυτή η αναστάτωση ξεπρόβαλε από μία τόσο αθώα ερώτηση.Τα χιλιόμετρα αυξάνονται αλλά η βόλτα παραμένει ασταμάτητη. Ας μην ξημερώσει εύχεσαι. Τον κοιτάζεις.

-‘Εσύ τι ήθελες να γίνεις λοιπόν;’

Και εκείνος χαμένος σου χαμογελάει. Τόσο άγνωστοι και ταυτόχρονα τόσο γνωστοί.
– ‘Ίσως μπορούμε να απαντήσουμε σε κάτι από κοινού’ λέει. ‘Να συμφωνήσουμε σήμερα στο τι θέλουμε να γίνουμε’.
Εκεί… Λίγα λεπτά πριν ξημερώσει και αυτή η βόλτα ρίξει τους τίτλους τέλους της, αποφάσισαν τι ήθελαν να γίνουν!
Συλλέκτες στιγμών!

ΥΓ. Το παρόν άρθρο είναι αφορμή της ταινίας ‘ΦΤΗΝΑ ΤΣΙΓΑΡΑ’. Μίας ταινίας που προσπαθεί να αγγίξει τις πτυχές του έρωτα από όλες του τις οπτικές γωνίες. Τον ανεκπλήρωτο, τον επιφανειακό, τον έρωτα της επιβεβαίωσης, τον μονόπλευρο. Με πρωταγωνιστές τον Ρένο Χαραλαμπίδη και την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους.

Μαρία Καραδημήτρη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *