Οι μανάδες που ντύθηκαν στα μαύρα

Ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος, στην εικόνα της μάνας που έχασε το παιδί της, ντρέπεται.
 
Δεν είναι μια απώλεια που περιγράφεται. 
Χάνονται τα λόγια, κομματιάζονται οι αντοχές. Γίνονται κουρέλια τα γιατί και σε τυλίγουν.
Τα λουλούδια γέρνουν λυπημένα στο χώμα. 
Ο ουρανός στάζει δάκρυα και η θάλασσα ξερνάει μαύρο κύμα. 
Ο ήλιος χάνει την περηφάνια του. 
Ο θάνατος κάπου εκεί κρυμμένος, φαίνεται να λυγίζει και εκείνος. 
 
Έχεις το παιδί σου δίπλα στο δωμάτιο και κοιμάται; 
Έχεις τα πάντα. 
Μην ψάχνεις για την ευτυχία. Μην αναλώνεσαι άδικα στην αναζήτηση της. Η ευτυχία είναι αυτή. 
Γιατί δεν το καταλαβαίνουμε την ώρα που το βιώνουμε; 
 
Γιατί ψάχνουμε για ταμπέλες, γιατί περιμένουμε διακαώς κάποιον, να μας βάλει υπογραφή κάτω από την ζωή μας, με αποτέλεσμα να χάνουμε χρόνο από αυτήν; 
 
Γιατί ο άνθρωπος είναι τόσο πλεονέκτης που δεν αρκείτε σε αυτό που βιώνει, αλλά πάντα θα ψάχνει άλλους λόγους να ευτυχήσει, ενώ η πραγματική χαρά είναι δίπλα του. 
 
Την καθημερινότητα μας δεν την θεωρούμε ευτυχία. 
 
Ψάχνουμε σε όλη μας την ζωή, να ανακαλύψουμε αυτό που στην ουσία, είναι δίπλα μας. Μας φωνάζει, μας εκλιπαρεί να την νιώσουμε, τόσο δυνατά, που είναι αδύνατον να αδιαφορήσουμε. 
Κι όμως. 
Τίποτα δεν μας φτάνει. 
Καμία χαρά δεν μας είναι αρκετή. 
Η εικόνα των παιδιών μας που είναι γερά και τα χαιρόμαστε θα έπρεπε να έχει τερματίσει το ταξίδι της αναζήτησης. 
Κι όμως όχι. 
Την εικόνα αυτή, τη θεωρούμε δεδομένη. 
Μα όμως όταν την χάνουμε, χάνεται η ζωή μας. Κρύβεται ο ήλιος. Σαπίζουν τα μάτια μας από τα δάκρυα. Δεν ζούμε, δεν θέλουμε να συνεχίσουμε, ίσως ηθελημένα κιόλας, κάνουμε ακόμα και κακό στον εαυτό μας. 
 
Αν ο χρόνος όμως γύριζε πίσω τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.
Ο πρωινός ήλιος, το γέλιο του παιδιού σου, το χέρι του συντρόφου σου, το παράθυρο σου που ανοίγει στη ζωή, λέγονται ευτυχία. 
 
Κάποιοι άνθρωποι, δεν θα έχουν ποτέ πιά την ευλογία να τα ξαναδούνε και τα τα νιώσουν αυτά. 
Για κάποιες μανάδες, ντύθηκε στα μαύρα η ψυχή τους και δέθηκε κόμπο. 
Κρύφτηκε για πάντα ο ουρανός 
και τα μάτια τους έγιναν μαχαίρια που σφάζουν. 
Τα αυτιά τους στάζουν αίμα από τον ανείπωτο πόνο. 
Γιατί ποτέ πιά δεν θα ακούσουν στην ζωή τους, το γέλιο των παιδιών τους. 
Κάτι που εσύ το έχεις καθημερινά και δεν εκτιμάς.
 
Κάποιες γυναίκες, θα γύριζαν όλη την κόλαση με τα γόνατα, να ακούσουν, έστω για ένα λεπτό πάλι την λέξη Μαμά. 
 
Αυτή την λέξη, που εμείς όταν την ακούμε την θεωρούμε δεδομένη, υπάρχουν γυναίκες που θα έσκαβαν με τα νύχια τους το χώμα, να ζητήσουν από τον θάνατο να την ακούσουν μια τελευταία φορά.
 
Κείμενο : Μπέττυ Κούτσιου
 
” Οι μανάδες που ντύθηκαν στα μαύρα”
 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *