Οι 28 εβδομάδες κύησης ενός “γίγαντα”

” – Πάλι το ίδιο όνειρο κι απόψε” ψέλλισε κάθιδρη η Μαρία. Τέλη Αυγούστου με πολλή ζέστη, όμως  ο ιδρώτας είχε επέλθει από του εφιάλτη την επίσκεψη και πάλι. Εδώ και μια εβδομάδα έβλεπε τον εαυτό της ντυμένη νύφη, να τρέχει από εκκλησία σ’ εκκλησία. ” Δεν είναι καλό αυτό ” μονολόγησε κι ένα ρίγος φόβου τη διαπέρασε. Προς στιγμήν αγκάλιασε τη γεμάτη κοιλιά της  κι ένιωσε να της φεύγει αυτό το αίσθημα αδιόρατου φόβου που είχε εγκατασταθεί αυθαίρετα το τελευταίο διάστημα μέσα της και την είχε κυριεύσει.

Μετακινήθηκε ελαφρώς για να ξεμουδιάσει έστω και για λίγο από την ανυπόφορη ακινησία που της είχε συστήσει αυστηρά ο γιατρός από τους πρώτους μήνες κυοφορίας. Άντεξε συνεχείς εμετούς, έντονες  ζαλάδες και μιαν αβάσταχτη πολύμηνη αδράνεια. Μόλις όμως σκεφτόταν πως θα κρατούσε την κορούλα της στην αγκαλιά, όλα περνούσαν και με χαμόγελο και νέο κουράγιο συνέχιζε την προσπάθειά της.”- Πώς είσαι Αρετούσα μου; ” τη ρώτησε τρυφερά ο Γιώργος μπαίνοντας στο δωμάτιο. ” – Εντάξει, το προσπαθώ.” απάντησε η Μαρία με κάποια διστακτική σιγουριά. 

Πέρασε μηχανικά η μέρα ώσπου κάποια στιγμή η Μαρία καταλαβαίνει υγρά τα ρούχα της και το στρώμα. Κοιτάζει με απορία στην αρχή μήπως κάτι έγινε κατά λάθος, όμως γρήγορα την κυριεύει πανικός γιατί αντιλαμβάνεται πως κάτι άσχημο αρχίζει να συμβαίνει. ” – Γιώργο! Έσπασαν τα νερά! ” φωνάζει έντρομη. Ξυπνάει αλαφιασμένος ο Γιώργος, φοράει ό,τι βρει μπροστά του και με προσοχή αλλά και βιαστικές κινήσεις ταυτόχρονα, ξεκινούν για το μαιευτήριο. Φτάνουν στην υποδοχή, ενημερώνουν για πρόωρη γέννα και ζητούν να ενημερωθεί ο γιατρός τους. Εκείνος λείπει εκτάκτως κι έρχεται στη θέση του ο νεοδιόριστος γιος του. Τη βάζουν στο δωμάτιο και ο γιατρός κάνει την εμφάνισή του, όμως η ίδια αρχίζει να πονάει έντονα. ” -Γιατρέ, κάντε κάτι, σας παρακαλώ, το παιδί μου ! Κάτι δεν πάει καλά! ” του λέει πανικόβλητη η Μαρία. ” – Πρέπει να κάνετε υπομονή, δεν έχει μπει στον έβδομο μήνα ακόμη, πρέπει ν’αντέξετε, να κερδίσουμε χρόνο, να επιδιώξουμε παράταση κύησης έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες όσο περισσότερο παραμείνει – έστω και ώρες – να ξέρετε πως είναι καλό για το μωρό! ” απαντάει με φανερή συμπόνοια κι επικαλυμμένη αγωνία ο γιατρός. Οι ώρες αβάσταχτα αργά να περνούν. Ο πόνος να μην αντέχεται. Όλη η μήτρα να είναι πλέον στεγνή, όπου ακουμπά το μωρό, όπου κλωτσά, να βρίσκει αφυδατωμένο αμνιακό σάκο, στεγνό δέρμα εσωτερικής κοιλίας και να γίνεται πληγή η κάθε κίνησή του και να σφαδάζει από τον πόνο η Μαρία. ” – Παναγία Μεγαλοδύναμη, που πέρασες τόσα πολλά, δώσε μου δύναμη ν’ αντέξω, βοήθα το παιδί να ζήσει! Σου τάζω την βάφτισή του στη Τήνο, Μεγαλόχαρή μου!” ψέλλισε η Μαρία κλείνοντας αδύναμα τα μάτια της με περίσσια πίστη και λιγοστό απόθεμα αντοχής. Ο  Γιώργος δίπλα της να προσπαθεί να διατηρήσει ψυχραιμία, να ισορροπεί ανάμεσα στη τρέλα και στη λογική, να νιώθει θεατής σε κακοπαιγμένο έργο, να αισθάνεται ανήμπορος να βοηθήσει. Έρχεται ο γιατρός και δίνει εντολή για εκκίνηση γέννας. Κάνει μιαν ένεση για να μην παρουσιάσει το μωρό άπνοια και δεν καταφέρει να οξυγονωθεί εγκαίρως ο εγκέφαλός του και ξεκινά η διαδικασία.

Έπειτα από κάποιες ώρες τοκετού, ένα νεογνό βλέπει το φως του κόσμου, ακούγεται ένα κλάμα διαπεραστικό –  όπως είναι προφανές, διπλάσιο του μεγέθους του – κι ένα μωρό έρχεται στη ζωή που όμως  μοιάζει σαν μικρογραφία. Κάτασπρο, απίστευτα μικρό, με δέρμα σμιχτό και σχεδόν διαφανές, με φλέβες σκούρες σε πλήρη αντίθεση. Γίνεται απευθείας μεταφορά του στη μονάδα ειδικής κι εντατικής επίβλεψης, δηλαδή τη θερμοκοιτίδα. Έξι μέρες του χορηγούν οξυγόνο, γίνονται δύο αφαιξομεταγγίσεις. Ο γιατρός δεν δίνει πολλές ελπίδες ζωής. Ο Γιώργος έξω στον αυλόγυρο του νοσοκομείου, χαμένος στον κόσμο του, να κρατάει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και να παρακαλάει σιγανά: ” – Όχι Θεέ μου!  Σε παρακαλώ! Μη μου χαλάσει αυτή η οικογένεια! Κάνε να ζήσει η κόρη μου! Δεν θα τα καταφέρει η Μαρία! Είναι το πρώτο μας παιδί, δεν θα τ’ αντέξουμε αυτό το κακό! ” Μέσα στην αίθουσα του νοσοκομείου, έξω από τη τζαμαρία της εντατικής, η Μαρία να κοιτάζει από μακριά το δικό της μικρό πλασματάκι, να προσπαθεί να το ξεχωρίσει μέσα από το πλήθος καλωδίων που είναι τυλιγμένο το μικροσκοπικό και ισχνό κορμάκι του. Να μπορούσε να το πάρει αγκαλιά. Δεν την άφησαν. Με μι;ς το έβαλαν σ’ εκείνον τον μεγάλο και άψυχο θάλαμο, δεν το κράτησε καθόλου, δεν το μύρισε, δεν το άγγιξε, δεν ακούμπησε στο μαγουλάκι του τα χείλη της, δεν χάιδεψε το κεφαλάκι του, δεν το θήλασε, δεν το νανούρισε γλυκά, δεν του ψιθύρισε τρυφερά λογάκια. Όλα μοιάζουν να έμειναν σαν έρημες σκέψεις, ξεχασμένες, στο όνειρο των όμορφων στιγμών προσμονής των πρώτων ημερών εγκυμοσύνης της. Τη βαθιά περισυλλογή της διακόπτει ο ίδιος ο γιατρός που τη πλησιάζει κοιτώντας προς το μέρος του νεογέννητου:  ” Βλέπετε πως έχει η κατάσταση μήπως είναι καλύτερα να το αφήσουμε; ” τη ρωτάει διστακτικά. Η Μαρία οπισθοχωρεί τόσο απότομα σαν να την χτυπάει ρεύμα. ” Τι λέτε γιατρέ; Μιλάτε σοβαρά; Αυτό δεν γίνεται! Δεν είναι δυνατόν να το αφήσουμε! Μιλάμε για το παιδί ΜΟΥ ! Θα κάνετε τ’ αδύνατα δυνατά για να ζήσει! φώναξε η Μαρία. Ο γιατρός απομακρύνεται σιωπηλός και με σκυφτό κεφάλι. Δεν χωρούν άλλα λόγια μπροστά στης μάνας την επιτακτική φωνή για επίκληση. Μονάχα πίστη, προσευχή και πράξεις μέγιστες και ανθρωπίνως δυνατές για ανατροπή προκαθορισμένου γεγονότος. Μέσα από τα υγρά της μάτια να παρατηρεί  τριγύρω άλλα μωρά σε μιαν ίδια φωτιά ριγμένα. Να καίγεται η ζωή τους και ν’ αναμετριέται λεπτό με λεπτό με την ανάσα τους. Μια μάχη σε κόντρα με τον χρόνο και την άνιση και αδυσώπητη πάλη για να καταφέρουν να νικήσουν τα πάμπολλα προβλήματα υγείας που προκύπτουν σε τέτοιες πρόωρες γεννήσεις. Ν’ αντικρύζει στο βλέμμα κάθε μάνας ένα μείγμα ανείπωτου πόνου, αδιόρατης ελπίδας και αόριστης αντοχής. Όλες τους ενδόμυχα, να δίνουν αδιάκοπη μάχη με τον φόβο της ξαφνικής απώλειας. Η Μαρία δεχόταν με δύναμη ψυχής, κάθε φορά, την ημερήσια ενημέρωση από την καινούργια παιδίατρο κυρία Βασιλική Γέμου. Η επίβλεψη, η παρακολούθηση, οι συζητήσεις όσον αφορά τη δυσμενή πορεία εξέλιξης του νεογνού να είναι καθημερινές.

Η Μαρία όντας λεχώνα, λαμβάνει το εξιτήριο κι  επιστρέφει σ’ ένα άδειο σπίτι. Η κούνια, η καλαθούνα, τα ρουχάκια. Όλα έτοιμα, καθαρά και τακτοποιημένα, όμως η απουσία να σκίζει τον αέρα και τη σκέψη. Και οι δύο τους καθημερινά να ζουν σε μιαν απερίγραπτη σιωπή. Όλη μέρα και κάθε στιγμή, ό,τι και να έκαναν, όπου και να βρίσκονταν, το μυαλό τους να είναι συνεχώς στο νοσοκομείο. Να επισκέπτονται το παιδί τους σαν ξένοι και να γυρίζουν ξανά μόνοι τους σ’ ένα σπίτι που μαρτυρά παρουσία παιδιού χωρίς να βρίσκεται  όμως εκεί. Τις νύχτες ξάπλωνε και δεν είχε ύπνο, ο νους  της βρισκόταν δίπλα σ’ εκείνο το πλασματάκι που μόνο του πάλευε για να ζήσει.

Περνούν σαρανταδύο ημέρες αβάσταχτης αγωνίας, το μωρό βγαίνει από την θερμοκοιτίδα, όλοι μιλούν για τον “γίγαντα” που έδωσε μάχη και κατάφερε να επιζήσει, παραμένοντας στο σύνολο, δυόμιση μήνες στο νοσοκομείο. Τελειώνει το πρώτο στάδιο πολυδάπανης δύσκολης μετάβασης, το δεύτερο μόλις ξεκινάει. Η μεταφορά και παραμονή του νεογνού  – για ένα σχεδόν ολόκληρο χρόνο – σ’ ένα δωμάτιο ειδικά διαμορφωμένο σαν εντατική νοσοκομείου, με ρητή εντολή να επιτρέπεται η είσοδος αποκλειστικά και μόνο στη Μαρία και στη  παιδίατρο, αυστηρά με αποστειρωμένο ντύσιμο και ειδική στολή. Το ζύγισμα γίνεται κάθε φορά σε μικρή λεκάνη γιατί δεν πιάνεται το βρέφος στα χέρια. Κάθε βδομάδα να γίνεται μέτρηση και καταγραφή της ανάπτυξής  του κι έτσι να περνάει ο καιρός” -Αργά αλλά σταθερά προχωρούμε κυρία Μαρία μου! ” της λέει η κυρία Βάσω η παιδίατρος. ” – Υπομονή! Μπορεί τα δέκα γραμμάρια γάλακτος ανά μια ώρα να φαίνονται σταγόνα στον ωκεανό, βουνό για να το ανέβεις, όμως σιγά σιγά θα δείτε πως όλα θα ξεπεραστούν! ” της έσφιξε το χέρι με πίστη και σιγουριά η κυρία Βάσω.

Ένας χρόνος περνάει λοιπόν, ο κίνδυνος αρχίζει κι εκλείπει σταδιακά και μόλις το μωράκι κλείνει τους εννέα μήνες, εκπληρώνεται το τάμα και γίνεται η βάφτιση στη Τήνο την Μεγαλόχαρη ακολουθώντας ένα γλέντι τρικούβερτο. Μιαν ανείπωτη χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα του Γιώργου και της Μαρίας. Όλα μοιάζουν να έχουν μείνει πίσω τους, σαν τραύματα που άφησαν ουλές.

Ο καιρός συνεχίζει τη πορεία του, η μπέμπα μεγαλώνει, οι γροθιές του όμως παραμένουν σφιχτά κλεισμένες. Ο γιατρός είναι κατηγορηματικός, το παιδί επέζησε, παρέμεινε θερμοκοιτίδα, είναι προβλέψιμες οι όποιες αλλαγές παρατηρηθούν σε κινήσεις και δυσχέρεια ομιλίας. ” Να του ανοίγετε συνέχεια τις παλάμες για να μπορέσουν τα νεύρα ν’ απλωθούν σε όλη την έκταση των  χεριών του και να του μιλάτε επιμένοντας στη δύσκολη προφορά γραμμάτων ” σύστησε ο γιατρός δίνοντας οδηγίες προς ακολούθησή τους. Ξεκινάει με νέο κουράγιο η Μαρία να μιλάει στη μικρούλα για να μάθει η γλωσσούλα του να ” πατάει ” σωστά και σχεδόν όλη την ώρα ν’ ανοίγει τα κλειστά χεράκια του. Έρχεται ο καιρός να πάνε επίσκεψη στο γιατρό για την επίβλεψη της προόδου του παιδιού. ” – Μα κυρία μου, αυτό είναι απίστευτο! Κανονικά το παιδί δεν θα έπρεπε να έχει σωστούς λεπτούς χειρισμούς των χεριών και καθαρή ομιλία και σωστή τοποθέτηση δύσκολων συμφώνων και φθόγγων! Μένω άναυδος με την θετική κι ευχάριστη τροπή κι εξέλιξη! ” της απαντάει εντυπωσιασμένος ο γιατρός.

Κυλάει πάλι ο χρόνος. Το κοριτσάκι παίζει με τα παιχνίδια του και η Μαρία τακτοποιώντας κάποια ρούχα, ανοιγοκλείνει έντονα τις πόρτες της ντουλάπας στο δωμάτιο όμως αντιλαμβάνεται πως η μικρούλα δεν γυρίζει αμέσως το κεφαλάκι της προς τη πηγή του δυνατού ήχου, παραξενεύοντας τη Μαρία. Το λέει στον Γιώργο, το κουβεντιάζουν και δίχως δεύτερη σκέψη επισκέπτονται τον ωτορινολαρυγγολόγο για να δουν τι συμβαίνει. ” -Έχουν κάνει παραφυάδες οι αμυγδαλές και θα χρειαστούν ολική αφαίρεση, όμως στο ακουόγραμμα εντοπίζουμε κι ένα μικρό ποσοστό απώλειας ακοής, είναι βέβαια σύνηθες να συμβαίνουν ποικίλλα και διάφορα θέματα στην όραση, στην ακοή ή στον εγκέφαλο σε τέτοιες πρόωρες νεογνολογικές περιπτώσεις που ενίοτε προκύπτουν από την παρατεταμένη παραμονή στη θερμοκοιτίδα. Στη δική σας περίπτωση επηρεάστηκε – μερικώς – μόνον η ακοή και είστε απίστευτα τυχεροί! ” απάντησε με έκδηλη έκπληξη ο γιατρός. Ξανά λοιπόν στο νοσοκομείο εισαγωγή έστω και για υπόθεση ρουτίνας όμως οι μνήμες να ξυπνούν και η αγωνία να επιστρέφει γι άλλη μια φορά. Όλα όμως πάνε κατ’ ευχήν και τούτη τη φορά κι έκτοτε η μικρούλα χαίρει άκρας υγείας!

Υ.Γ. Λένε πως εάν δεν ζήσεις στο σκοτάδι δεν θα εκτιμήσεις το φως, αν δεν περπατήσεις σε δρόμο με αγκάθια δεν θα νιώσεις τη βελούδινη αφή, αν δεν κολυμπήσεις σε φουρτουνιασμένα νερά δεν θα φιλήσεις  μ’ ευλάβεια το χώμα που κατάφερες – στο τέλος – να πατήσεις. Είναι λόγια αληθινά και σου προσφέρουν τόση ανυπολόγιστη δύναμη, γνώση και σοφία στη πορεία της ζωής σου.

*Ο Γιώργος και η Μαρία είναι οι δικοί μου γονείς και αυτό το κορίτσι που επέζησε, είμαι εγώ, η ίδια η συντάκτρια, η Ζωή. Προσπάθησα ν’ αποδώσω μεταφέροντας στη πραγματική τους διάσταση όπως ακριβώς συνέβησαν, τα πιο καίρια σημεία.

Αφιερώνω αυτό το αφηγηματικό, βιωματικό κείμενο πρωτίστως στους γονείς μου και τους ευχαριστώ δημόσια για τον τεράστιο αγώνα ψυχής που έδωσαν και για όσα πάλεψαν για μένα!

Σαν ελάχιστο δείγμα φόρου τιμής, στη συνέχεια, το αφιερώνω στη παιδίατρό μου κυρία Βασιλική Γέμου, μια εξέχουσα προσωπικότητα, έναν σπάνιο, σπουδαίο και ξεχωριστό άνθρωπο που με την πίστη, τη γνώση, το θάρρος, την επιμονή, το σθένος και  την αγάπη της για τις νέες ζωές που αναλάμβανε και μέσα από πλήθος αντίξοων συνθηκών και δυσμενών καταστάσεων που προέκυπταν και – πάντα – με τη βοήθεια του Θεού, κατάφερε να με κρατήσει στη ζωή!

Αφιερωμένο στις μάνες  που γεννούν, που υιοθετούν, που αφιερώνουν τη ζωή τους στον ιερό αυτό σκοπό και μεγαλώνουν το κάθε τους παιδί σαν ξεχωριστό λουλούδι στον ευωδιαστό κήπο της ζωής τους με πρωταρχικό και βασικό τους συστατικό, την ανιδιοτελή και αστείρευτη αγάπη! 

Αφιερωμένο σε όλες τις μάνες του κόσμου!

Χρόνια πολλά!

Ζωή Παπατζίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *